«Χόρχε» του είπα, «εσύ πάντα υποστήριζες ότι ο εγωισμός ήταν μια ξεκάθαρη έκφραση αυτοπεποίθησης, μιας εκτίμησης για τον εαυτό μας – με την καλή έννοια… Όμως, την τελευταία φορά μου μίλησες για μιζέρια κι εγώ, που απόκτησα τη χαζή συνήθεια σου να ψάχνω στο λεξικό τη σημασία των λέξεων, έψαξα τη λέξη «μίζερος».
«Και τι βρήκες;»
¨Έλεγε: «Τσιγκούνης, φιλάργυρος, άθλιος, δύστροπος».
Και πως να σ’ το πω; Εμένα, όλα τα ίδια μου φαίνονται».
«Για να δούμε είπε ο Χοντρός, και άνοιξε το Λεξικό της Ακαδημίας. «Έχει και άλλες έννοιες, όπως: «λιγοστός, μικροσκοπικός, ενδεής». Λέει ακόμα΄ότι η ισπανική λέξη «Mezquino» προέρχεται από την αραβική «Miskin», που σημαίνει «φτωχός».
«Τώρα, ίσως μπορούμε να το ορίσουμε καλύτερα» συνέχισε. «Μίζερος μπορεί να είναι αυτός που στερείται – ή νομίζει ότι στερείται -, τα απαραίτητα. Είναι αυτός που χρειάζεται αυτό που δεν έχει, για να πάψει να είναι μικροσκοπικός. Είναι αυτός που αρνείται να δώσει γιατί τα θέλει όλα δικά του. Είναι ο δύστυχος φουκαράς που δεν μπορεί να δει άλλες επιθυμίες πέρα από τη δική του».
Μια φορά έφτασε στη ζούγκλα μια κουκουβάγια που είχε ζήσει αιχμάλωτη και εξήγησε σε όλα τα ζώα τις συνήθειες των ανθρώπων.
Έλεγε, για παράδειγμα, ότι στις πόλεις οι άνθρωποι ταξινομούσαν τους καλλιτέχνες με βάση τη δεξιοτεχνία τους, με στόχο να ξεχωρίσουν τους καλύτερους σε κάθε τομέα – ζωγραφική, σχέδιο, γλυπτική, τραγούδι…
Η ιδέα να υιοθετήσουν τις ανθρώπινες συνήθειες κέρδισε τα ζώα και ίσως και γι’ αυτό οργάνωσαν αμέσως ένα διαγωνισμό τραγουδιού. Δήλωσαν αμέσως συμμετοχή όλοι οι παρόντες, από το καναρίνι ως το ρινόκερο.
Με την καθοδήγηση της κουκουβάγιας που είχε εκπαιδευτεί στην πόλη, αποφάσισαν ότι ο διαγωνισμός θα γινόταν με γενική μυστική ψηφοφορία όλων των διαγωνιζομένων. Δηλαδή, η κριτική επιτροπή θα ήταν οι ίδιοι οι διαγωνιζόμενοι.
Έτσι κι έγινε. Όλα τα ζώα, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, ανέβηκαν στο βάθρο και τραγούδησαν κερδίζοντας ένα μικρό ή μεγάλο χειροκρότημα του κοινού. Μετά, έγραψαν την προτίμησή τους σ’ ένα χαρτάκι και το έριξαν, διπλωμένο, σε μια μεγάλη κάλπη που τη φύλαγε η κουκουβάγια.
Όταν ήρθε η στιγμή της καταμέτρησης, η κουκουβάγια ανέβηκε στην πρόχειρη σκηνή και, με τη βοήθεια δύο ηλικιωμένων πιθήκων, άνοιξε την κάλπη για να βγει το αποτέλεσμα εκείνης της «αδιάβλητης εκλογικής διαδικασίας», της «γενικής και μυστικής ψηφοφορίας» που ήταν «υπόδειγμα δημοκρατίας», όπως είχε ακούσει να λένε οι πολιτικοί στις πόλεις.
Ένας από τους δύο γέροντες τράβηξε το πρώτο ψηφοδέλτιο και η κουκουβάγια, μπρος στη γενική συνέλευση, φώναξε:
«Η πρώτη μας ψήφος, αδέρφια, είναι για τον φίλο μας το… γάιδαρο!»
Έπεσε σιωπή και ακολούθησαν μερικά διστακτικά χειροκροτήματα.
«Δεύτερη ψήφος: Ο γάιδαρος!»
Γενική σαστιμάρα.
«Τρίτη ψήφος: Ο γάιδαρος!»
Οι παρόντες άρχισαν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον, έκπληκτοι στην αρχή, με βλέμμα επιτιμητικό ύστερα και τέλος, όταν συνέχισαν να βγαίνουν ψήφοι υπέρ του γαϊδάρου, όλο και πιο ντροπιασμένοι. Αισθάνονταν ένοχοι για την ψήφο τους.
Όλοι ήξεραν ότι δεν υπήρχε χειρότερη φωνή από το απαίσιο γκάρισμά του κι ωστόσο, η μία μετά την άλλη, οι ψήφοι τον εξέλεγαν καλύτερο τραγουδιστή.
Κι έτσι, τελικα, μόλις τελείωσε η καταμέτρηση, βγήκε η απόφαση ύστερα από «ελεύθερη απόφαση της αδέκαστης επιτροπής κριτών» ότι ο γάιδαρος με το παράτονο και ενοχλητικό γκάρισμα ήταν ο νικητής.
Και ανακηρύχτηκε ως «η καλύτερη φωνή της ζούγκλας και των περιχώρων».
Η κουκουβάγια εξήγησε μετά τι είχε συμβεί. Κάθε διαγωνιζόμενος, θεωρώντας τον εαυτό του αδιαμφισβήτητο νικητή, είχε δώσει την ψήφο του στον χειρότερο του διαγωνισμού, που δεν αποτελούσε απειλή για τη νίκη του.
Η εκλογή ήταν σχεδόν ομόφωνη. Μόνο δύο ψήφοι δεν ήταν για το γάιδαρο. Η μία ήταν η δική του. Επειδή πίστευε ότι δεν έχει τίποτα να χάσει, ψήφισε με ειλικρίνεια τη γαλιάντρα. Η άλλη, ήταν του ανθρώπου ο οποίος φυσικά είχε ψηφίσει τον εαυτό του.
«Βλέπεις λοιπόν, Ντέμιαν. Αυτό σημαίνει μιζέρια στην κοινωνία μας. Όταν νιώθουμε τόσο σπουδαίοι και δεν αφήνουμε χώρο για τους άλλους, όταν πιστεύουμε ότι αξίζουμε πολλά και δεν μπορούμε να δούμε πέρα από τη μύτη μας, όταν φανταζόμαστε πως είμαστε υπέροχοι και δεν δεχόμαστε σε καμμία περίπτωση να μείνει απραγματοποίητη η επιθυμία μας, τότε πολύ συχνά, η ματαιοδοξία, η μικροψυχία, η ηλιθιότητα και η ποταπότητα μας κάνουν μίζερους. Όχι εγωιστές, Ντέμιαν, αλλά μίζερους. Μί-ζε-ρους!Μια ιστορία-παραμύθι από το βιβλίο: «Να σου πω μια ιστορία» του Χόρχε Μπουκάι, εκδόσεις opera/animus.