Όταν το Fight Club πρωτοεμφανίστηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες, μου φάνηκε το πιο καυστικό, καταδικαστικό σχόλιο για την καταναλωτική κουλτούρα που είχε δει ποτέ. Η ταινία πρόσφατα βραβεύτηκε στο Comic-Con, σε μια βράβευση στην οποία βρέθηκαν τόσο ο σκηνοθέτης David Fincher, όσο και ο συγγραφέας Chuck Palahniuk. Το sequel σε αυτήν την ωδή του Palahniuk για τα αρχηγικά αρσενικά θα κυκλοφορήσει σε μορφή graphic novel στις αρχές του επόμενου χρόνου.
Το Fight Club έχει πλέον επιστρέψει και είναι πλήρως εναρμονισμένο με το πνεύμα των καιρών, πράγμα λογικό, καθώς πολλά από τα θέματα που έθιξε και οι προβλέψεις του για την αποσύνθεση του δυτικού πολιτισμού, έχουν αγγίξει κατά πολύ την πραγματικότητα. Οι συγκρούσεις μεταξύ πολιτών και αυτών που ορκίστηκαν να τους προστατεύουν, το χάσμα στις εισοδηματικές κλίμακες που όλο και μεγαλώνει, οι εταιρείες που συγχωνεύονται με ταχύτητα που θα ζήλευε και η κυτταρική σύντηξη. Ζυγίζοντας όλα τα παραπάνω, προφανώς και βγάζει νόημα η επιστροφή στο μηδενιστικό παραμύθι του Fincher και του Palahniuk. Το πρόβλημα είναι βέβαια, πως τελικά αγκαλιάζουμε κάτι που είναι το ίδιο προσβλητικό με αυτά που κριτικάρει.
Ο άυπνος αφηγητής μας λοιπόν, είναι η ζωντανή απόδειξη της ανομίας του σύγχρονου κόσμου, χαμένος σε μια θάλασσα από Starbucks και προκατασκευασμένα έπιπλα. Ψάχνοντας απεγνωσμένα κάποιο νόημα, πηγαίνει σε συναντήσεις ομάδων υποστήριξης για τον καρκίνο στους όρχεις, εκεί που οι άντρες δεν είναι άντρες επειδή είναι ικανοί να κλάψουν, να αγκαλιάσουν και να λυπηθούν τον εαυτό τους. Ο Bob, ένα από τα μέλη του γκρουπ, έχει βυζιά. Πόσο λίγος είναι ως άντρας; Έχει. Βυζιά. Τελεία και παύλα.
Ο αφηγητής μας αγκαλιάζει αυτό το νέο ευνουχισμένο περιβάλλον -και τα βυζιά του Bob- και μαθαίνει να χάνεται σε αυτόν τον ζεστό κόσμο της απόδρασης από την ζωή, μέσω του λήθαργου που του παρέχει. Όλα αυτά βέβαια, μέχρι που έρχεται αυτή. Και προφανώς «Τα. Χάλασε. Όλα». Πόσο τρελή είναι; Καπνίζει σε συναντήσεις υποστήριξης για τον καρκίνο! Περπατάει μπροστά από αυτοκίνητα! Κλέβει πράγματα που δεν της ανήκουν! Κλέβει τον ύπνο του άνθρωπού μας! Είναι ο ορισμός του μοιραίου θηλυκού και η παρουσία της ως η μόνη θηλυκή φιγούρα στην ταινία δεν είναι κάτι το αμελητέο.
«Είμαστε μια γενιά αντρών μεγαλωμένη από γυναίκες», λέει ο Tyler Durden, ξαπλωτός για άλλη μια φορά με έναν καθόλου-μα-καθόλου gay τρόπο σε μια μπανιέρα, δίπλα στην βασανισμένη μορφή του αφηγητή μας. Πάντως για άντρες που τους έχουν μεγαλώσει γυναίκες, δεν φαίνεται να τις χρειάζονται και πολύ, να τα λέμε αυτά. Που το λες και περίεργο. «Οι πατέρες μας ήταν μοντέλα φτιαγμένα από τον Θεό», φιλοσοφεί ο προσηλυτιστής Durden, «αν λοιπόν οι πατεράδες μας, μας παράτησαν, τι μας λέει αυτό για τον Θεό;».
Μας λέει ότι ο Θεός είναι άντρας και ότι οι γυναίκες δεν μπορεί ποτέ να μας σώσουν.
«Λυπάμαι τους τύπους που στοιβάζονται στα γυμναστήρια, προσπαθώντας να πλησιάσουν τα πρότυπα του Calvin Klein και του Tommy Hilfiger», αναφωνεί ο αφηγητής μας. Λίγο αργότερα, είμαστε μπροστά σε μια σκηνή, όπου δύο ημίγυμνοι, γυμνασμένοι άντρες, που έχουν τους μαυρισμένους μυς και το παρουσιαστικό των μοντέλων που οι προαναφερθείσες μάρκες καταδεικνύουν, πλακώνονται στις μάπες.
Η βιαιότητα που ασκούν ο ένας πάνω στον άλλον είναι σχεδόν πορνογραφική. Η κοινωνία ποτέ δεν είπε στους άντρες ότι για να είναι αληθινοί άντρες πρέπει να μην κοπανιούνται, να μην τρέφουν τα ζωώδη ένστικτά τους. Το αντίθετο μάλιστα. Το ΜΜΑ είναι αυτήν την στιγμή το πιο δημοφιλές άθλημα της σύγχρονης εποχής. Η βία είναι στην μόδα. Οπότε τι σκατά έχουν πάθει αυτοί οι τύποι και απέναντι σε τι ακριβώς επαναστατούν;
Μια σκηνή θυμίζει μια σύγχρονη μορφή του «Howl» του Allen Ginsberg. Ο αφηγητής μας λέει πως έχει δει τα μεγαλύτερα μυαλά της γενιάς του να δουλεύουν σε βενζινάδικα, να παγιδεύονται σε δουλειές γραφείου, να κάνουν δουλειές που σιχαίνονται για να αγοράσουν πράγματα που δεν χρειάζονται. Ο μεγάλος μας πόλεμος είναι πνευματικός, δηλώνει χαρακτηριστικά. Η μεγάλη μας κρίση, είναι σύμφωνα με αυτόν, η ίδια μας η ζωή. Γιατί αυτός και αυτοί που εκπροσωπεί, μεγάλωσαν πιστεύοντας ότι ήταν φτιαγμένοι για μεγαλεία, αλλά αυτό τελικά ήταν ένα απατηλό όνειρο. Και τώρα; Και τώρα είναι «πολύ, πολύ νευριασμένοι» που ήρθαν έτσι τα πράγματα.
Ο Palahniuk έγραψε το Fight Club ως μια σάτιρα, μια μελέτη πάνω στο τρομακτικά στοιχεία που ζουν μέσα στο νεανικό αντρικό πρότυπο. Στο τέλος του βιβλίου και της ταινίας, ο αφηγητής στέκεται μετανιωμένος μπροστά στην καταστροφή που έχει δημιουργήσει. Που είναι μια χαρά ως μήνυμα, αλλά αυτό δεν είναι το μήνυμα που λαμβάνει ο μέσος θεατής. Ο νεαρός θεατής γυρίζει στις αφίσες του δωματίου του, απόλυτα μαγεμένος από την έντονη βία και τον μισογυνισμό που τον σφυροκόπησε επί δύο ώρες, πριν φτάσει στην τελική σκηνή.
No comments:
Post a Comment