Καταναλωτική κοινωνία: ένα πουλί κλεισμένο σ’ ανοιχτό κλουβί – Σαράντου Ι. Καργάκου.
«Οι αλεπούδες στο γουναράδικο ανταμώνουν»
(ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΑΡΟΙΜΙΑ)
Πολλές φορές στο παρελθόν, η φαντασία των ανθρώπων έπλασε παραδείσους, όπου «έρρεαν ποταμοί από γάλα και μέλι», δίνοντας έτσι μια φανταστική διέξοδο στο μεγαλύτερο πόθο του ανθρώπου: την εξασφάλιση άφθονων υλικών αγαθών. Όμως η επιθυμία γι’ αφθονία έμενε πάντα ένα απλό όνειρο μέσα στη φαντασία του ανθρώπου και κανείς δε θα μπορούσε να προβλέψει ότι θα φτάναμε κάποτε στο σημείο να μιλάμε για τα προβλήματα, που έχει δημιουργήσει μια κοινωνία, όχι καταναλωτική, αλλ’ υπερκαταναλωτική.
Ο Βολταίρος κάποτε είχε πει ότι «το περιττό είναι απόλυτα αναγκαίο» εννοώντας τη γεύση ομορφιάς που προσφέρει αυτό που ξεπερνά την πεζή πραγματικότητα. Η σημερινή κοινωνία έρχεται να δικαιώσει τα προφητικά λόγια του Γάλλου σοφού κάπως ανάποδα, μια και στις μέρες μας το περιττό παίρνει τη θέση του αναγκαίου, ενώ το πραγματικά αναγκαίο (όπως π.χ. ο πνευματικός βίος) κατατάσσεται στην κατηγορία του περιττού.
Ο άνθρωπος της εποχής μας έχει την ευχέρεια ν’ απολαμβάνει ένα πλήθος αγαθών, που του προσφέρει ο τεχνολογικός πολιτισμός. Όμως, αν και πλούσιος σ’ αγαθά, ποτέ δεν ήταν τόσο ανικανοποίητος, όσο σήμερα. Γιατί, ενώ έχει αφθονία αγαθών, δεν έχει εσωτερική αυτάρκεια. Τα αγαθά που διαθέτει σήμερα είναι αρκετά για να δώσουν σάρκα και στα πιο τολμηρά όνειρα του παρελθόντος• είναι, όμως, πολύ λίγα για να καλύψουν τις ανάγκες του παρόντος. Ενός παρόντος που μοιάζει να βουλιάζει και να πνίγεται κάτω από το βάρος μιας πρωτόγνωρης σε μέγεθος πλεονεξίας.
Όσο αποκτά ο σημερινός άνθρωπος αγαθά, τόσο μεγαλώνουν οι ανάγκες του. Ανάγκες, όμως, που δεν τις δημιουργούν κάποιες ομαλές συνθήκες ζωής αλλά που «κατασκευάζονται» από διάφορους μηχανισμούς παραγωγής τεχνητών αναγκών, όπως είναι η διαφήμιση και η μόδα. Πρόκειται γι’ ανάγκες ψεύτικες, «περιττές», αλλ’ απόλυτα αναγκαίες», που «σχεδιάστηκαν» για να εξυπηρετήσουν όχι βέβαια τον άνθρωπο αλλά τις εταιρίες παραγωγής αγαθών και αναγκών.
Κυνηγώντας το «απόλυτο», δηλαδή την ψευδαίσθηση της πλήρους επάρκειας κι αφθονίας, ο άνθρωπος μένει συνεχώς ανικανοποίητος. Μεθυσμένος από την τεχνολογική δύναμη του, έχει ξεχάσει ότι «ακόμη κι αν βρίσκεται στην πιο ψηλή κορυφή, είναι πάντα κάτω από τον ουρανό».
Τα αποτελέσματα της απληστίας του σημερινού ανθρώπου περιγράφονται «εύγλωττα» σ’ ένα σκίτσο του Κώστα Μητρόπουλου: ένα πουλί μέσα σ’ ένα κλουβί. Η πόρτα του κλουβιού είναι ανοιχτή, μα το πουλί έχει τόσο πολύ παχυνθεί, ώστε να μην μπορεί να βγει. Τίτλος του σκίτσου: «Καταναλωτική κοινωνία». Όσα λέει μια εικόνα δε λένε χίλιες λέξεις. Ο άνθρωπος, που επί αιώνες ήταν φυλακισμένος μέσα στο κλουβί της αμάθειας και της ευπιστίας, απέκτησε τις γνώσεις, θεωρητικές και πρακτικές, που του άνοιξαν νέους ορίζοντες και νέα πεδία δράσης κι έκαναν τη ζωή του πιο όμορφη και πιο εύκολη. Όμως, αντί από την τεχνολογική πρόοδο να πάρει τη δύναμη για να μπορέσει να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει στους πρωτόγνωρους κόσμους, που του άνοιξαν τις πύλες τους, εμποτίστηκε από ένα βαθύ πνεύμα πλεονεξίας.
Η πρόοδος όπως ευφημιστικά αποκαλούμε το συμφέρον, για την οποία τόσο πολύ κουράστηκε και θυσιάστηκε ο άνθρωπος, έγινε για τον άνθρωπο απάνθρωπη. Κι αυτός έχει τόσο πολύ παχυνθεί μέσα στα «χρυσά δεσμά» της καταναλωτικής κοινωνίας, ώστε δε χωράει να περάσει από την ανοιχτή πόρτα του κλουβιού, δεν μπο-ρεί ν’ ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει. Η πάχυνση του δεν είναι τόσο σωματική, όσο πνευματική και ψυχική. Γιατί τα συστήματα κατανάλωσης έχουν κηρύξει αμείλικτο πόλεμο κατά του σώματος και δεν το αφήνουν να πάρει τις φυσιολογικές του διαστάσεις, αλλά τις διαστάσεις που ορίζει η καταναλωτική «σωματογεωμετρία». Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: ο σημερινός άνθρωπος είναι ο πιο αυτοβασανιζόμενος άνθρωπος της ιστορίας και ο πλουσιότερος φτωχός ή, μάλλον, ο φτωχότερος πλούσιος της ιστορίας.
Η καταναλωτική κοινωνία είναι κοινωνία ατόμων νευρωτικών, γεμάτων από άγχος κι αγωνία. Η εναγώνια φροντίδα του ανθρώπου για την απόκτηση νέων αγαθών, η συναίσθηση ότι ο χρόνος κυλά γρήγορα, το «ανικανοποίητο» και το «ακόρεστο» της ψυχής του, τον έχουν κάνει δέσμιο των αναγκών του, τον έχουν απομακρύνει από τις μικροχαρές της ζωής, τις λίγες αλλά ανθρώπινες στιγμές, που δίνουν στη ζωή ένα ευφρόσυνο νόημα. Ποτέ ο άνθρωπος δεν είχε πιστέψει ότι το αντίτιμο στο καταναλωτικό του ταξίδι θα ήταν η ίδια η ουσία της ζωής του.
Η καταναλωτική κοινωνία είναι κοινωνία αυταπάτης. Μας προσφέρει ευκολίες σε δυσκολίες που δεν υπάρχουν. Την ονομάζουμε αλλιώς και κοινωνία αφθονίας, ενώ είναι «κοινωνία απώλειας». Κυρίως απώλειας της ανθρωπιάς. Γιατί μαζί με τον άνθρωπο έχει παχυνθεί και η καρδιά του. Ξεκινώντας για τις «Μεγάλες προσδοκίες», ξέχασε τους «ανόητους» συναισθηματισμούς και τη συμπόνια. Έγινε μισάνθρωπος. Έτσι, ενώ το 1/4 του γήινου πληθυσμού κάνει δίαιτα για να μην παχύνει, τα υπόλοιπα 3/4 κάνουν δίαιτα, γιατί δεν έχουν να φάνε! Οι καταναλωτικές κοινωνίες τους έχουν στραγγίξει τις πρώτες ύλες των εδαφών τους.
Ακόμη πιο δυσάρεστη είναι η διαπίστωση ότι με το ίδιο καταναλωτικό πνεύμα έχουν κυριευθεί και τα παιδιά. Έχουν μάθει να ζητούν οτιδήποτε φαντακτερό βλέπουν στις προθήκες των καταστημάτων ή στις διαφημίσεις της τηλεόρασης. Το χειρότερο είναι ότι οι γονείς αβασάνιστα σπεύδουν να ικανοποιήσουν τα καταναλωτικά αιτήματα των παιδιών, κυρίως «για να ησυχάσουν από την γκρίνια τους». Αυτό, όμως, κάνει τη ζωή των παιδιών τόσο «εύκολη», που χάνει κάθε ενδιαφέρον. Τα παιδιά της εποχής μας στα πρώτα βήματα της ζωής αισθάνονται τόσο κορεσμένα και κουρασμένα, όσο και οι μι γάλοι. Η ζωή δεν έχει τίποτε νεότερο να τους προσφέρει, αφού και το νεότερο παλιώνει αμέσως στα χέρια τους.
Έτσι ο άνθρωπος οδηγείται μεθοδικά σ’ ένα αδιέξοδο. Αυτό, όμως, που κάνει περισσότερο επικίνδυνη την πορεία του αυτή είναι το γεγονός ότι βαδίζει προς την καταστροφή του αδιαμαρτύρητα, ασυναίσθητα, υπνωτισμένος από τη λάμψη του καταναλωτικού μεγαλείου. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος με τον απλό του λόγο λέει: «Μ ζωή χάνει το δρόμο μέσα στην ευτυχία, περισσότερο απ’ όσο τη χάνει μέσα στη δυστυχία, γιατί στην πρώτη περίπτωση δεν αντιστέκεσαι, παραδίνεσαι, ενώ το αντίθετο συμβαίνει στη δεύτερη, όπου δύσκολα σ’ εγκαταλείπει όχι μόνο τ’ όνειρο, αλλά και η ελπίδα».
Ο άνθρωπος πρέπει ν’ αντιδράσει πριν να είναι αργά. Αντίδραση, βέβαια, δε σημαίνει απόρριψη των αγαθών, αλλ’ αναθεώρηση της στάσης του απέναντι σ’ αυτά και της σχέσης του με την πρόοδο, που δημιούργησε και δημιουργεί. Η ζωή πρέπει να οικοδομηθεί σε καινούργιες βάσεις και με νέους προσανατολισμούς. Να μπορεί ο άνθρωπος ν’ απολαύσει τις «μικροχαρές», που τόσο ασυλλόγιστα χάνει και που τόσο γρήγορα φεύγουν και γίνονται αναμνήσεις. Να δώσει αξία σ’ αυτό που του προσφέρει μόνη της η ζωή, για να δώσει αξία στον εαυτό του. Κάποτε θα φύγουμε από τη ζωή αλλά αυτός δεν είναι λόγος να μας φεύγει η ζωή και να μην το νιώθουμε.
Επίσης είναι απαραίτητος ένας νέος προσανατολισμός της αγωγής του παιδιού, τόσο στο χώρο της οικογένειας όσο και στο χώρο του σχολείου. Το παιδί πρέπει ν’ αποκτήσει και πάλι την παιδική δυναμική ψυχολογία του. Γι αυτό θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η αποτυχημένη «πολιτική» της υπερπροσφοράς και να δειχθεί στα παιδιά ότι υπάρχουν αγαθά, που δεν μπορούν ν’ αγορασθούν με χρήματα, αλλά κατακτιούνται με τη δική τους προσπάθεια και το δικό τους μόχθο. Στροφή προς τις αξίες της ζωής είναι στροφή προς την ίδια τη ζωή.
Το παιδί δε χρειάζεται πολλή τροφή• χρειάζεται περισσότερο αγάπη. Αυτή είναι που λείπει εντελώς από την κοινωνία της αφθονίας, όπου αφθονούν τα υλικά και σπανίζουν τα ψυχικά αγαθά. Οι άνθρωποι μέσα στη μέθη της κατανάλωσης ξέχασαν ότι «η καλύβα έχει τόπο για τόση ευτυχία, όσο και το παλάτι». Αποκτώντας το παλάτι, έχασαν την ευτυχία.
(4 Ιανουαρίου 1987)
Από το βιβλίο του Σαράντου Ι. Καργάκου: «Προβληματισμοί ένας διάλογος με τους νέους.» Τόμος Ε΄
GUTENBERG – ΑΘΗΝΑ 1997
No comments:
Post a Comment