Είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να εξηγήσουμε ένα πάθος σε κάποιον που δεν το έχει ζήσει, όπως δεν μπορούμε να εξηγήσουμε το φως σε έναν εκ γενετής τυφλό.
Δεν πιστεύω ότι γερνάει κανείς. Νομίζω πως αυτό που συμβαίνει είναι ότι νωρίς στη ζωή, σε μια ορισμένη ηλικία μένει κάποιος ακίνητος και βαλτώνει.
Οι ανώριμοι ποιητές μιμούνται. Οι ώριμοι ποιητές κλέβουν.
Το βραβείο Νόμπελ είναι για κάποιον το εισιτήριο για την κηδεία του. Επειδή κανένας δεν έκανε τίποτε μετά από αυτό.
Έτσι τελειώνει ο κόσμος: όχι με μια θεαματική έκρηξη αλλά με ένα αδύναμο κλαψούρισμα.
Πού είναι η όλη η σοφία που χάσαμε μέσα στη γνώση; Πού είναι όλη η γνώση που χάσαμε μέσα στην πληροφόρηση;
Η Ποίηση δεν είναι η απελευθέρωση των αισθημάτων, αλλά η δραπέτευση από τα αισθήματα. Δεν είναι η έκφραση της προσωπικότητας αλλά η δραπέτευση από την προσωπικότητα. Αλλά θα πρέπει κανείς να έχει αισθήματα και προσωπικότητα για να θέλει να δραπετεύσει από αυτά.
Οι άνθρωποι στους οποίους δεν έχει συμβεί ποτέ τίποτε δεν μπορούν να καταλάβουν την ασημαντότητα των γεγονότων.
Δεν θα σταματήσουμε να εξερευνούμε. Και το τέλος της εξερεύνησής μας θα είναι όταν θα φτάσουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε και θα ανακαλύψουμε το μέρος για πρώτη φορά.
ΟΙ ΚΟΥΦΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Κύριο Κουρτς –πέθανε.
Μια δεκάρα για τον Γέρο-Γκάι
I
Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι
Είμαστε οι παραφουσκωμένοι άνθρωποι
Γέρνοντας μαζί
Με την περικεφαλαία γεμάτη με άχυρο. Αλίμονο!
Οι εξαντλημένες μας φωνές όταν
Μαζί ψιθυρίζουμε
Είναι βουβές και άσκοπες
Όπως ο αέρας στο ξερό χορτάρι
Ή τα πόδια των ποντικών πάνω σε σπασμένα γυαλιά
στο ξηρό μας κελάρι
Μορφή δίχως φόρμα, σκιά δίχως χρώμα,
Δύναμη παραλυμένη, χειρονομία δίχως κίνηση˙
Εκείνοι που διέσχισαν
Με το βλέμμα ευθύ, στου θανάτου την άλλη Βασιλεία
Μας θυμούνται —όπως ήμασταν— όχι σαν χαμένες
λυσσαλέες ψυχές, αλλά μοναχά
Σαν τους κούφιους ανθρώπους
Του παραφουσκωμένους ανθρώπους.
ΙΙ
Βλέμματα που δεν τολμώ στο όνειρο να αντικρίσω
Στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
Αυτά δεν εμφανίζονται:
Εκεί, τα βλέμματα είναι
Ηλιόφως σε έναν σπασμένο κίονα
Εκεί, είναι ένα δέντρο που ταλαντεύεται
Και υπάρχουν φωνές
Στου ανέμου το τραγούδι
Πιότερο μακρινές και ακόμα πιο ιερές
Απ’ ότι ένα αστέρι που σβήνει.
Ας μη βρεθώ πιο κοντά
Στου θανάτου το ονειρικό βασίλειο
Κι ακόμα ας ντυθώ
Με μια τέτοια προμελετημένη μεταμφίεση
Τη δορά του ποντικού, το πετσί του κορακιού, σανίδια σταυρωτά
Σε ένα λιβάδι
Και όπως φυσάει ο άνεμος τα πάει
Όχι πιο κοντά—
Όχι αυτή η τελική συνάντηση
Στο βασίλειο του λυκόφωτος.
ΙΙΙ
Αυτή είναι η νεκρή χώρα
Αυτή είναι του κάκτου η χώρα
Εδώ τα λίθινα ειδώλια
Υψώνονται, εδώ δέχονται
Την ικεσία από το χέρι ενός νεκρού ανθρώπου
Κάτω από την μαρμαρυγή ενός αστεριού που σβήνει.
Κάπως έτσι είναι
Στου θανάτου την άλλη βασιλεία
Ξυπνάς μοναχός
Εκείνη την ώρα που εμείς
τρέμουμε με τρυφερότητα
Χείλη που θα φιλούσαν
Πλάθουν προσευχές για τη σπασμένη πέτρα.
IV
Τα βλέμματα δεν είναι εδώ
Εδώ δεν υπάρχουν βλέμματα
Σ’ αυτή την κοιλάδα των άστρων που πεθαίνουν
Σ’ αυτή την κούφια κοιλάδα
Το σπασμένο αυτό σαγόνι των χαμένων βασιλείων μας
Σε αυτόν τον ύστατο τόπο συνάντησης
Μαζί ψαχουλεύουμε
Και αποφεύγουμε τα λόγια
Συγκεντρωμένοι στην αμμούδα του ξεχειλισμένου ποταμού
Τυφλοί, εκτός κι αν
Τα μάτια επανέλθουν
Όπως το αιώνιο άστρο
Ρόδο εκατόφυλλο
Της λυκόφωτης του θανάτου βασιλείας
Η ελπίδα μόνο
Των κενών ανθρώπων.
V
Γύρω-γύρω όλοι
Φραγκόσυκο στη μέση
Γύρω-γύρω όλοι
Στις πέντε ξημερώνει
Μεταξύ της ιδέας
Και της πραγματικότητας
Μεταξύ της κίνησης
Και της πράξης
Ενσκήπτει η Σκιά
Ότι Σου εστίν η Βασιλεία
Μεταξύ της επινόησης
Και της δημιουργίας
Μεταξύ του αισθήματος
Και της ανταπόκρισης
Ενσκήπτει η Σκιά
Η ζωή είναι μακριά πολύ
Μεταξύ της επιθυμίας
Και του σπασμού
Μεταξύ της ισχύος
Και της ύπαρξης
Μεταξύ της ουσίας
Και της πτώσης
Ενσκήπτει η Σκιά
Ότι Σου εστίν η Βασιλεία
Ότι Σου εστίν
Είναι η ζωή
Ότι Σου εστίν
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Έτσι τελειώνει ο κόσμος
Όχι με έναν κρότο αλλά με ένα κλαψούρισμα
«THE HOLLOW MEN»
«ΟΙ ΚΟΥΦΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ»
by
T.S.ELIOT
NOVEMBER 1925
No comments:
Post a Comment