Η έννοια της ιδιοφυΐας, αφού μελετήθηκε για πρώτη φορά κατά την εποχή του ρομαντισμού, έγινε κομμάτι του σύγχρονου λεξιλογίου. Αυτή προσδιορίζει την κατάσταση κάποιων ανθρώπων που είναι προικισμένοι με ένα έμφυτο και εξαιρετικά δημιουργικό ταλέντο, ικανοί για έργα που ξεπερνούν την κοινή προβλεψιμότητα, σε τέτοιο βαθμό ώστε συχνά να μην γίνονται κατανοητοί από τους συγχρόνους τους. Στο ρομαντικό πλαίσιο η ίδια η ενσάρκωση της ιδιοφυΐας ήταν ο Μιχαήλ Άγγελος, για έργα του οποίου οι θετικότατες κριτικές έφτασαν σε υψηλά επίπεδα στις αρχές του δεκάτου ογδόου αιώνα σε σημείο να καταστήσει αναγκαίο έναν συγκεκριμένο όρο (μιχαηλαγγελισμός) για να προσδιορίσει τις προσπάθειες συναγωνισμού του μεγαλείου του, της τιτάνιας, υπεράνθρωπης και δυνατής Φύσης.
Υπάρχει μια παράδοξη πλευρά στη ρομαντική περιγραφή της ιδιοφυΐας: αν ιδιοφυής είναι εκείνος που δεν αποτελεί μέρος καμίας προκαθορισμένης επιστήμης και αν η ουσία της δημιουργικής του εργασίας συνίσταται στο αν πηγαίνει ενάντια σε όλους τους κανόνες, είναι προφανώς αδύνατο να καταλήξουμε σε έναν εξαντλητικό ορισμό της ιδιοφυΐας που παραμένει με τον τρόπο αυτό μια έννοια που δεν μπορεί να περιγραφεί σε θεωρητικό επίπεδο. Αυτό δεν εμπόδισε τους στοχαστές του δεκάτου ενάτου αιώνα να ασχοληθούν με το πρόβλημα πράγματι αν η ιδιοφυΐα είναι προορισμένη να παραμείνει ανεξήγητη, είναι όμως δυνατόν να προσδιορίσουμε τις προσωπικές ιδιαιτερότητες των μεγαλοφυϊών του παρελθόντος (μια ανάλυση που πραγματοποιείται κυρίως από την “απεικόνιση της ιστορίας”)
Ο Ρομαντισμός υπογράμμισε τις κοινές πλευρές ανάμεσα σε ιδιοφυΐα και τρέλα. Από τη φύση τους και οι δυο αποτελούν μια υπέρβαση των ορίων και δείχνουν μια ανθρώπινη κατάσταση που ξεπερνά τους φραγμούς που θέτει η κανονικότητα, η κοινή λογική και οι συμβατικοί κανόνες. Η μοναδική διαφορά ανάμεσα στις δυο αυτές μορφές του πνεύματος αφορά μονάχα το κοινωνικό αποτέλεσμα: πράγματι το έργο του τρελού είναι αυθεντικό, επαναστατικό και παρεκκλίνουν όσο εκείνο του ιδιοφυούς, αλλά παραμένει εκκεντρικό και καθαρά υποκειμενικό. Δεν είναι, σύμφωνα με τον όρο που διατύπωσε ο Καντ, αριστοτεχνικό, δηλαδή ικανό να προσελκύσει μιμητές και να ιδρύσει μια σχολή.
Ο Σοπενχάουερ προσδιόρισε ως ιδιοφυή την κατάσταση του καθαρού στοχαστή των ιδεών, ικανού να φθάσει σε μια κατάσταση ολοκληρωτικής αδιαφορίας προς τον κόσμο και να διακρίνει, επομένως, τις γενικές αξίες στα συγκεκριμένα πράγματα, καθώς θα γίνεται, σύμφωνα με τον ορισμό του Σοπενχάουερ, ένα “καθαρό μάτι του κόσμου”. “Ενώ για τον κοινό άνθρωπο η γνωστική του κληρονομιά είναι το φανάρι που φωτίζει τον δρόμο, για τον ιδιοφυή άνθρωπο είναι ο Ήλιος που αποκαλύπτει τον κόσμο” υποστήριξε ο φιλόσοφος, προσθέτοντας ωστόσο ότι αυτός ο όρος, δεδομένου ότι ξεπερνά την αρχή της λογικής, αναμειγνύεται επικίνδυνα με την τρέλα.
Ο θετικισμός μεταμόρφωσε αυτή τη λεπτή σύγκριση ανάμεσα σε τρέλα και ιδιοφυΐα σε μια επιστημονική και ακόμη και ανατομική αλήθεια: τη φρενολογία (επιστημοσύνη) υποστήριξε ότι έχουμε τη δυνατότητα να διακρίνουμε την ιδιαιτερότητα της ιδιοφυΐας στην κρανιακή δομή. Ο ψυχίατρος Σ.Λομπρόζο (Ιδιοφυΐα και αποσάθρωση, 1864), μελετώντας ως περιπτώσεις δημιουργικής τρέλας τις ζωές των Σελίνι, Γκαίτε, Βίκο, Τάσο, Νεύτωνα και Ρουσσώ, υπέθεσε ότι η ιδιοφυΐα των μεγάλων ταλέντων είναι το προϊόν μιας “εκφυλιστικής ψύχωσης”.
Πεπερασμένο/ άπειρο
Η αγωνία του άπειρου που χαρακτήριζε τον Ρομαντισμό, μαζί με την επιθυμία ίων ιδεαλιστών φιλοσόφων να προσδιορίσουν μια απόλυτη αρχή, οδήγησαν σε έναν αρχικό στοχασμό για τους δεσμούς που υπάρχουν ανάμεσα στο πεπερασμένο (αυτό που είναι συγκεκριμένο, ατομικό) και στο άπειρο. Ο Γερμανός ποιητής Νοβάλις συνέθεσε τη νέα μορφή με αυτούς τους στίχους (Ερρίκος τον Αφτερντίγκεν, 1802): «Το ένα στο όλο και το όλο στο ένα/ η εικόνα του Θεού στο χορτάρι και στις πέτρες/ το πνεύμα του Θεού στους ανθρώπους και στα ζώα/ από αυτό πρέπει να διαποτιστούμε». Αυτό που θέλει να πει ο Νοβάλις είναι ότι ένα αισθητό πνεύμα μπορεί να συλλάβει το άπειρο σε οποιοδήποτε πράγμα, σε κάθε λεπτομέρεια του κόσμου, επειδή το άπειρο παρουσιάζεται με τις μορφές του πεπερασμένου. Είναι μια ιδέα που η ρομαντική εποχή αφομοίωσε εις βάθος, διακρίνοντας παντού την παρουσία ενός απόμακρου και μυστηριακού φαινομένου.
Αφ’ ετέρου, αν κάθε λεπτομέρεια μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ένα τμήμα του καθολικού, κάθε γεγονός γίνεται έκφραση μιας ανώτερης αξίας. Όλη η κουλτούρα των πρώτων χρόνων του δέκατου ενάτου αιώνα κυριαρχείται από αυτό το νοητικό σχήμα: με βάση αυτό, ο Σέλινγκ και ο Γκαίτε διατύπωσαν μια φιλοσοφία της Φύσης (-► Φυσική Φιλοσοφία) βιταλιστικού και οργανικού τύπου: τα βιταλιστικά φαινόμενα δεν μπορούν να εξηγηθούν με τους νόμους της χημείας, επειδή η Φύση είναι ζωντανή, ακόμη και στα μικρότερα μέρη της· σε ένα απλό κοτσάνι από χορτάρι μπορούμε να δούμε τη δράση των κοσμικών δυνάμεων που, μέσω μιας εσωτερικής αντίθεσης δυνάμεων (συστολής και διαστολής), παράγουν την πολυπλοκότητα της Φύσης και τη σταδιακή της εξέλιξη. Υποστηρίζοντας ότι είναι «πανθεϊστής» ως επιστήμονας και «πολυθεϊστής» ως ποιητής ο Γκαίτε είδε στη Φύση μια ζωντανή, δυναμική, έμψυχη και τελειοποιημένη δύναμη. Ένα οργανικό σύνολο, το οποίο είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε πράγμα (τα άτομο, τα είδη) έχει νόημα μονάχα όταν αποτελεί μέρος του γενικού συνόλου. Είδε, επίσης, ότι σε αυτό το θέμα μπορούσε να πραγματοποιήσει μια σύγκλιση ανάμεσα στην τέχνη και στη φιλοσοφία: πράγματι τόσο αυτή όσο και η ζωγραφική, ή η μουσική, ή η ποίηση, τείνουν πάντα να κατανοούν τον σύνδεσμο που ενώνει το πεπερασμένο με το άπειρο.
Η σχέση ανάμεσα σε πεπερασμένο και άπειρο βρίσκεται στη ρίζα σύμφωνα με τον οποίον η βασική θέση του Ιδεαλισμού πρέπει να είναι η κίνηση: “Αυτό που είναι περασμένο δεν είναι ένα πραγματικό ον».Αυτό που υπάρχει σε μια καθορισμένη στιγμή της ιστορίας, αν λαμβάνεται ως έχει, δεν υπάρχει, και οι κάθε περίπτωση διαφεύγει από κάθε πιθανότητα κατανόησης. Mε άλλα λόγια δεν είναι δυνατόν να αναλύσουμε την πραγματικότητα (τόσο τον φυσικό κόσμο όσο και την ιστορία του πολιτισμού) απομονώνοντας κάποιο κομμάτι και προσπαθώντας να το εξηγήσουμε ως έχει, αφήνοντας στην άκρη τους δεσμούς που έχει αυτό με το υπόλοιπο κομμάτι του, γιατί αυτό γίνεται κατανοητό αποκλειστικά και μόνο υπό το φως αυτού. Αυτό που είναι τμηματικό, οροθετημένο, ανολοκλήρωτο, εν συντομία «πεπερασμένο» δεν απολαμβάνει μιας δικής του αυτόνομης ύπαρξης: είναι μια μη πραγματικότητα που γίνεται κατανοητή μόνο όταν καταλήγει στο άπειρο. Το τελευταίο έχει μια ιδανική φύση, παρ’ όλο που δεν είναι υπερβατική, και ονομάζεται από τον Χέγκελ Πνεύμα ( ► Απόλυτο).
Εικονογραφημένος Άτλας της Φιλοσοφίας
Ubaldo Nicola
No comments:
Post a Comment