‘’Και ποια είναι η πιο αψηλή εντολή; Ν’ αρνηθείς όλες τις παρηγοριές-θεούς, πατρίδες, ηθικές, αλήθειες - ν’ απομείνεις μόνος και ν’ αρχίσεις να πλάθεις εσύ, με μοναχά τη δύναμή σου, έναν κόσμο που να μην ντροπιάζει την καρδιά σου... Ποια ‘ναι η πιο αντρίκια χαρά; Ν’ αναλαβαίνεις την πάσα ευθύνη’’
"Αν ήταν στη ζωή μου να διάλεγα"
«Αν ήταν στη ζωή μου
να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό,
ένα Γκουρού, όπως λένε οι Ιντοί,
ένα Γέροντα, όπως λένε οι καλόγεροι στο 'Αγιον'Ορος,
σίγουρα θα διάλεγα το Ζορμπά»
...Γιατί αυτός είχε ό,τι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί: την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά τη θροφή της, τη δημιουργικιά, κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία -αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί, τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σα νά'χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από την ψυχή, και τέλος το άγριο γάργαρο γέλιο, από βαθιά πηγή, βαθύτερο από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά, ανατινάζουνταν και μπορούσε να γκρεμίσει -και γκρέμιζε- όλους τους φράχτες -ηθική, θρησκεία, πατρίδα- που άσκωσε γύρα του ο κακομοίρης ο φοβητσιάρης ο άνθρωπος, για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα του.
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ
"...Πιστεύω ότι το αστικό καθεστώς είναι ανίκανο πια
να ρυθμίσει τις σύγχρονες ανάγκες κι ανησυχίες
του κοινωνικού συνόλου διότι:
Ο ι κ ον ο μ ι κ ώ ς
- στηρίζεται στη λ η σ τ ρ ι κ ή ατομική οργάνωση
της παραγωγής και στην ά ν ι σ η κατανομή του πλούτου.
Κ ο ι ν ω ν ι κ ώς -
δεν υπάρχει πια καμία η θ ι κ ή
που να στηρίζει τις σ χ έ σ ε ι ς των ανθρώπων.
Π ο λ ι τ ι κ ώ ς -
η άρχουσα τάξη διαχειρίζεται την πολιτική εξουσία
προς όφελος της, εις βάρος της μεγίστης πλειονοψηφίας
του λαού και αποδείχνεται μ ά τ α ι η
Δεν υ π ά ρ χ ε ι πια στο αστικό καθεστώς
ένα ανώτερο ι δ α ν ι κ ό που να δίνει ευγένεια
και συνοχή στις ενέργειες των ατόμων και των κρατών.
Δεν υπάρχει πίστη -
δηλαδή ένας υ π ε ρ α τ ο μ ι κ ό ς ρ υ θ μ ό ς
που να ρ υ θ μ ί ζ ε ι τις σκέψεις, τα αισθήματα
και τις πράξεις των ατόμων.
Η αστική τάξη γκρέμισε τη φεουδαρχία, απέδωσε
- σε θαυμαστή ποσότητα και ποιότητα -
ό,τι μπόρεσε στη σκέψη, στην τέχνη,
στην επιστήμη και στην πράξη.
Τώρα διαγράφει τη μοιραία καμπύλη προς τα κάτω.
Ζούμε την παρακμή τούτη κι επομένως είναι
πολύ δ ύ σ κ ο λ ο να την αντιληφθούμε.
Όμως, τόσο είναι γοργή η αποσύνθεση, ώστε
και οι πιο παχύδερμοι αρχίζουν να ανησυχούν.
Και διαγράφονται φανερά δύο ειδών προσπάθειες:
1. Άλλοι μάχουνται να συγκρατήσουν το αστικό καθεστώς,
πολεμώντας κάθε αντίθετη ενέργεια και πράξη.
2. Άλλοι μάχουνται να το ρίξουν, αντικαθιστώντας το
με νέο - κατά την πεποίθηση τους δικαιότερο
και εντιμότερο -καθεστώς.
Ποια τ ά ξ η θα διαδεχτεί το αστικό καθεστώς;
Ακλόνητα πιστεύω η τάξη των ε ρ γ α ζ ο μ έ ν ω ν:
Εργάτες, αγρότες και πνευματικοί παραγωγοί.
Η τάξη αυτή πέρασε το πρώτο στάδιο
-της φ ι λα ν θ ρ ω π ί α ς.
Δεν αποτείνεται πια, όπως πριν από ένα αιώνα,
στην φιλανθρωπία των πλουσίων,
δεν ζ η τ ά ε ι πια ε λ ε η μ ο σ ύ ν η.
Πέρασε έπειτα στο δεύτερο στάδιο
- της δ ι κ α ι ο σ ύ ν η ς.
Δε ζητάει πια να καταλάβει την αρχή..
γιατί αυτό είναι το δίκαιο.
Βρίσκεται στο τρίτο και τελευταίο στάδιο:
Π ι σ τ ε ύ ε ι τώρα πως θα πάρει την εξουσία,
γιατί τέτοια είναι η ιστορική ανάγκη..."
Κι έτσι βρισκόμαστε σήμερα στο κρίσιμο σημείο,
όπου μιά τάξη, παρ' όλη την εξωτερική ισχυρότατη
εμφάνισή της, τρεκλίζει, σ α λ ε ύ ο υ ν τα θ ε μέ λ ι α της,
έχασε την ψυχική της συνοχή -κι αποσυντίθεται.
Μιά άλλη τάξη σ υ ν τ ά ζ ε τ α ι, οργανώνεται,
π ι σ τ ε ύ ε ι.
Μα δεν οργανώθηκε ακόμα εντελώς,
δεν εφωτίστηκε ακόμα όλη,
δεν έλαβε ακόμα τέλεια συνείδηση της δύναμής της
-διατελεί ακόμα σκλάβα του σαπημένου κολοσσού.
Οι παλιές αξίες έχασαν την πίστη που τις εστήριζε και
τους έδινε νόημα και κύρος- οι νέες αξίες
δημιουργούνται ολοένα,
δεν πήραν ακόμα τη σταθερή τους μορφή.
Ποιό είναι το χ ρ έ ο ς μας;
Να ετοιμαζόμαστε.
Πώς;
Μορφώνοντας σαφή ι δ έ α της ιστορικής στιγμής
που περνούμε, φωτίζοντας το λαό και δίνοντας νέο,
υψηλότερο π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν ο στις έννοιες
της εργασίας, της δικαιοσύνης και της αρετής.
'Ετσι μονάχα θα μπορέσουν οι μάζες να' ναι έτοιμες
να μεταβούν απο τη συναίστηση των δικαιωμάτων τους
στην πραγμάτωση των υποχρεώσεών τους.
'Ετσι μονάχα, όταν θα' ρθει η μοιραία στιγμή,
θα μπορέσουν ν' αναλάβουν ε υ θ ύ ν ε ς.
Ο α γ ώ ν α ς, όπως τον αντιλαμβάνουμαι,
δεν είναι απλώς οικονομικός. Η οικονομική χειραφέτηση
είναι μονάχα μ έ σ ο για την ψυχική και πνευματική
χειραφέτηση του ανθρώπου.
"Ομολογία Πίστεως"
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο, το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή· κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι΄ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία. Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν: α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία· β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο. Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει· σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές· μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου. Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει· φυτά, ζώα, ανθρώπους· στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια. Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ΄ όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές· και με τ΄ όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη».
ΑΣΚΗΤΙΚΗ
”Η ρατσα σου ειναι το μεγαλο σωμα, το περασμενο,το τωρινο και το μελλουμενο. Εσυ εισαι μια λιγοστη εκφραση,αυτη ειναι το προσωπο.Εσυ εισαι ο ισκιος,αυτη το κρεας. Δεν εισαι λευτερος.Αορατα μυριαδες χερια κρατουν τα χερια σου και τα σαλευουν.Οταν θυμωνεις,ενας προπαππος αφριζει στο στομα σου,οταν αγαπας ενας προγονος σπηλιωτης μουγκαλιεται,οταν κοιμασαι ανοιγουν οι ταφοι μεσα στην μνημη και γιομωνει βουρκολακες η κεφαλη σου” “Μην πεθανεις,για να μην πεθανουμε!”
ΑΣΚΗΤΙΚΗ
«Σταυρώθηκε ο Χριστός, κι από τότε νικήθηκε ο θάνατος»
Ο Χριστός πόνεσε, κι από τότε ο πόνος άγιασε, πολέμησε ως την τελευταία στιγμή, ο Πειρασμός να τον πλανέψει, κι ο Πειρασμός νικήθηκε, σταυρώθηκε ο Χριστός, κι από τότε νικήθηκε ο θάνατος.
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
Αγωνία μεγάλη· αγαπούσα το σώμα μου, και δεν ήθελα να χαθεί· αγαπούσα την ψυχή μου, και δεν ήθελα να ξεπέσει· μάχουμουν να φιλιώσω τις δύο αυτές αντίδρομες κοσμογονικές δυνάμες, να νιώσουν πως δεν είναι οχτροί, είναι συνεργάτες, και να χαρούν, να χαρώ κι εγώ μαζί τους, την αρμονία.
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
O,τι είχε βαθιά ανθρώπινο ο Χριστός, μας βοηθάει να τον καταλάβουμε και να τον αγαπήσουμε και να παρακολουθούμε τα Πάθη του σαν να’ ταν δικά μας πάθη. Αν δεν είχε μέσα του το ζεστό ανθρώπινο στοιχείο, δε θα μπορούσε ποτέ με τόση σιγουράδα και τρυφερότητα να αγγίξει την καρδιά μας· και δε θα μπορούσε να γίνει πρότυπο στη ζωή μας. Αγωνιζόμαστε κι εμείς, τον βλέπουμε κι αυτόν να αγωνίζεται και παίρνουμε κουράγιο· βλέπουμε, δεν είμαστε ολομόναχοι στον κόσμο, αγωνίζεται κι αυτός μαζί μας
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ
«...Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει το Γολγοθά του. Πολλοί, οι πιο πολλοί, φτάνουν στο πρώτο, στο δεύτερο σκαλοπάτι, λαχανιάζουν, σωριάζονται στη μέση της πορείας και δε φτάνουν στην κορφή του Γολγοθά -θέλω να πω στην κορφή του χρέους τους- να σταυρωθούν, ν' αναστηθούν, και να σώσουν την ψυχή τους. Λιποψυχούν, φοβούνται να σταυρωθούν, και δεν ξέρουν πως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης.
'Αλλον δεν έχει. ....»
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ
Σωστό κι αν είναι, δίκιο, δε ρωτώ, κι η αλήθεια δε με νοιάζει·
εγώ το σπλάχνο μου αφουκράζουμαι κι ό,τι αρμηνεύει κάνω.
Οδύσσεια
Ασκητική
«Το ελληνικό γένος αν σώθηκε ως τα σήμερα,
αν επέζησε ύστερα από τόσους εχτρούς
- εξωτερικούς κι εσωτερικούς, προπάντων εσωτερικούς -
ύστερα από τόσους αιώνες κακομοιριά,
σκλαβιά και πείνα, το χρωστάει όχι στη λογική
- θυμηθείτε τους τρεις εμποράκους
που ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία,
θυμηθείτε το '21 - το χρωστάει στο θάμα.
Στην ακοίμητη σπίθα που καίει
μέσα στα σωθικά της Ελλάδας. »
πρόλογος στον «Καπετάν Μιχάλη»
Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
Αναφορά στον Γκρέκο
Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ’ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;
Αναφορά στον Γκρέκο
Ξέρω καλά πως ο θάνατος δε νικιέται· μα η αξία του ανθρώπου δεν είναι η νίκη, παρά ο αγώνας για τη Νίκη. Και ξέρω ακόμα ετούτο, το δυσκολότερο: δεν είναι ούτε ο αγώνας για τη Νίκη· η αξία του ανθρώπου είναι μια μονάχα, ετούτη: να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια και να μην καταδέχεται αμοιβή. Κι ακόμα ετούτο, το τρίτο, ακόμα πιο δύσκολο: η βεβαιότητα, πως δεν υπάρχει αμοιβή, να μη σου κόβει τα ήπατα παρά να σε γεμίζει χαρά, υπερηφάνια κι αντρεία.
Αναφορά στον Γκρέκο
Να πολεμάς για μιαν υπόθεση που την ξέρεις χαμένη, αυτός είναι ο μόνος αγώνας που στέκει στον περήφανον άντρα.
Βραχόκηπος
Όταν πολεμάς για τη λευτεριά […] είσαι κιόλας λεύτερος.
Βραχόκηπος
Όσο βγαίνεις από τον ίσιο δρόμο, τόσο ο πειρασμός είναι γλυκότερος κι οι υποσχέσεις πιο μεγάλες. Ο κίντυνος να χαθούμε αυξαίνει, μα ο κύκλος της εμπειρίας μας φαρδαίνει, κι η ελπίδα μας να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας μεγαλώνει. Δεν είναι αυτό τάχα που πεθυμάει η ζωή, αυτή η τυχοδιώκτισσα;
Βραχόκηπος
Από τους τρεις δρόμους, ω ψυχή μου, που αρμενίζεις ανάμεσα στις Σειρήνες, από τους τρεις δρόμους, ω ψυχή μου:
να παραδοθείς ολόβολη στις χαρές της γης και να σαπίσεις·
ν’ απαρνηθείς κάθε χαρά και να πεθάνεις μέσα σε μύρο αγιότητας·
ο τρίτος δρόμος, ο δρόμος του Οδυσσέα, του αχόρταστου και πανούργου, παραμένει ακόμα ο καλύτερος!
Βραχόκηπος
Σωστό κι αν είναι, δίκιο, δε ρωτώ, κι η αλήθεια δε με νοιάζει·
εγώ το σπλάχνο μου αφουκράζουμαι κι ό,τι αρμηνεύει κάνω.
Οδύσσεια
Ο Νεοέλληνας αγαπάει τη ζωή, φοβάται το θάνατο, αγαπάει την πατρίδα και συνάμα είναι παθολογικά ατομικιστής, κολακεύει σα βυζαντινός τον ανώτερο, τυραννεί σαν αγάς τον κατώτερο και συνάμα μπορεί να σκοτωθεί για το φιλότιμο. Είναι έξυπνος κι άβαθος, χωρίς μεταφυσική αγωνία, και συνάμα, όταν αρχίσει να τραγουδάει μια πίκρα παγκόσμια πετιέται από τ’ ανατολίτικα σωθικά του, σπάζει την κρούστα της ελληνικής λογικής κι ανεβαίνει από τα σπλάχνα του, όλο μυστήριο και σκοτάδι, η Ανατολή.
Tαξιδεύοντας
:’’Ποιος είναι ο δρόμος για την εκπλήρωση του δικού μου του νόμου; Να διαταράξω την τάξη, να συντρίψω το πρωτόκολλο, να ξεστρατίσω από τους προγόνους. Να αλητεύσω στ’ απαγορευμένα, στις αγέρωχες κι επικίντυνες περιοχές του αβέβαιου. Να δέχουμε ατάραχος ακόμη περισσότερο: σαν ευλογία την κατάρα του πατέρα και της μάνας. Να έχω το θάρρος να είμαι μόνος’’....
Βραχόκηπος
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ
ο Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ (Ολόκληρος)
«Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα σπίτι μου, στο χώμα. 'Οχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.
Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει, δεν θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.
Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιον ν' αποχαιρετήσω; τι ν' αποχαιρετήσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.
Σε ποιον να εμπιστευθώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν' ανηφορίζω; Που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου, το κρατούσα το χώμα τούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το 'σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σα να 'σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σα να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν' αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα είμαι αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.
Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα τούτη το χώμα ! Ζυμώθηκε μ' αίμα, δάκρυο και ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει -που να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, 'απλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του.
Κι όταν, τα ολόστερνά ετούτα χρόνια, απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο, τι καινούριος, όλο αναίδεια και τρόμο, αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο -το πρόσωπό του !
Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου. Ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα. Είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και κτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.
Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.
Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γης, ν' ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο. δύσκολο, πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ' αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα του κόσμου. λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω. μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει: «Στάσου ακόμα!»
Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σα σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σα βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει: «Στάσου ακόμα!»
Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστεκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε. γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα: «'Ελα.. έλα.. έλα...»
Πλήθυνάν οι ψιχάλες. το πρώτο νυχτοπούλι αναστέναξε, κι ο πόνος του κύλησε από τις νυχτομένες φυλλωσιές, γλυκός πολύ, μέσα στο βρεμένο αέρα. Ησυχία, γλύκα μεγάλη, κανένας στο σπίτι. κο έξω τα χωράφια διψούσαν κι έπιναν μ' ευγνωμοσύνη, με βουβήν ευδαιμονία, το πρωτοβρόχι. ανασηκώνουντανη γης σα μωρό, κατά τον ουρανό, να βυζάξει.
'Εκλεισα τα μάτια. κρατούσα πάντα το σβώλο το χώμα της Κρήτης κι ο ύπνος με πήρε. Ο ύπνος με πήρε κι είδα όνειρο: Ξημέρωνε, λέει, ζυγαριάζουνταν αποπάνω μου ο Αυγερινός, έτρεμε, έλεγα τώρα θα πέσει. κι έτρεχα, έτρεχα ανάμεσα στα έρημα άνυδρα βουνά, ολομόναχος. Πέρα στην ανατολή πρόβαλε ο ήλιος. δεν ήταν ήλιος, ήταν ένα προύντζινο ταψί γεμάτο κάρβουνα αναμμένα. Ο αέρας χοχλάκιζε. Κάπου κάπου μια σταχτιά πετροπέρδικα πετούσε από το βράχο, χτυπούσε τα φτερά της και κακάριζε, χαχάριζε και με περγελούσε. ένα κοράκι, σ' ένα αναγύρισμα του βουνού, τινάχτηκε ως με είδε. σίγουρα θα με περίμενε, και με πήρε ξωπίσω σκώντας τα γέλια. Θύμωσα, έσκυψα, πήρα μιαν πέτρα να του την πετάξω. μα το κοράκι είχε αλλάξει κορμί, είχε γίνει ένα γεροντάκι και μου χαμογελούσε.
Τρόμος με κυρίεψε κι άρχισα πάλι να τρέχω. Στρούφιζαν τα βουνά, στρουφίζουμουν κι εγώ μαζί τους. ολοένα οι κύκλοι στένευαν, μ' έπιασε ζάλη. Χοροπηδούσαν γύρα μου τα βούνα, ένοιωσα ξαφνικά δεν ήταν ετούτα βουνά ήταν τ' απολιθώματα προκατακλυσμιαίου εγκέφαλου και μαύρος θεόρατος σταυρός ήταν καρφωμένος δεξιά μου, αψηλά, σε μιαν πέτρα, κι απάνω του ένα θεριακωμένο προύντζινο φίδι σταυρωμένο.
Αστραπή έσκισε το μυαλό μου, φώτισε γύρα μου τα βουνά, είδα: Είχα μπει στο φοβερό στροφιχτό φαράγγι που 'χαν πάρει, τώρα και χιλιάδες χρόνια, οι Εβραίοι, με το Γεχωβά μπροστάρι, φεύγοντας την ευτυχισμένη παχιά γη του Φαραώ. Το φαράγγι ετούτο στάθηκε το πύρινο αργαστήρι όπου, πεινώντας. διψώντας, βλαστημώντας, σφυροκοπήθηκε η ράτσα του Ισραήλ.
Τρόμος με κυρίεψε, τρόμος και χαρά μεγάλη. ακούμπησα σ' ένα βράχο να καταλαγιάσει το στροβίλισμα του μυαλού μου, 'εκλεισα τα μάτια, κι ολομεμιάς τα πάντα γύρα μου αφανίστηκαν. ένα ελληνικό ακρογιάλι απλώθηκε μπροστά μου, θάλασσα σκούρα λουλακιά, κόκκινοι βράχοι, κι ανάμεσα στους βράχους η χαμηλή μπασιά κατασκότεινης σπηλιάς. 'Ενα χέρι τινάχτηκε μέσα από τον αέρα και σφήνωσε στη φούχτα μου ένα δαδί αναμμένο. Κατάλαβα την προσταγή. έκαμα το σταυρό μου, τρύπωξα μέσα στη σπηλιά.
Γύριζα, γύριζα, τσαλαβουτούσα σε μαύρα παγωμένα νερά, κρέμουνταν απάνω από το κεφάλι μου ογροί, γαλάζοι σταλαχτίτες, ασκώνουνταν από τη γης γιγάντιοι πέτρινοι φαλλοί που στραφτάλιζαν και γελούσαν στη δαδίσια αναλαμπή. 'Ηταν η σπηλιά ετούτη το θηκάρι μεγάλου ποταμού και το 'χε παρατήσει αδειανό, γιατί άλλαξε, μέσα στους αιώνες πορεία...
Σούριξε το προύντζινο φίδι θυμομένο. άνοιξα τα μάτια, είδα πάλι τα βουνά, το φαράγγι, τους γκρεμούς. η ζάλη είχε κατασταλάξει. τα πάντα ακινήτησαν, φωτίστηκα, κατάλαβα: όμια και τις πυρπολούμενες γύρα μου οροσειρές τις είχε καταστρέψει ο Γεχωβάς για να περάσει. Είχα μπει μέσα στο φοβερό θηκάρι του θεού, ακολουθούσα, πατούσα τ' αχνάρια του.
-Αυτός είναι ο δρόμος, φώναξα μέσα στ' όνειρό μου, αυτός είναι ο δρόμος του ανθρώπου, άλλον δεν έχει!
Κι ως τινάχτηκε από τα χείλια μου ο αυθάδης ετούτος λόγος, ανεμοσίφουνας με τύλιξε, φτερούγες άγριες με σήκωσαν, κι ολομεμιάς βρέθηκα στην κορφή του θεοβάδιστου Σινά. Μύριζε ο αγέρας θειάφι, τα χείλια μου μερμήδιζαν, σα να τ' αγκύλωσαν αρίφνητες, αόρατες σπίθες. Σήκωσα τα βλέφαρα. ποτέ τα μάτια μου, ποτέ τα σπλάχνα μου δε είχαν χαρεί τόσο απάνθρωπο, τόσο αρμονισμένο με την καρδιά μου όραμα, χωρίς νερό, χωρίς δεντρό, χωρίς ανθρώπους. Χωρίς ελπίδα. Εδώ η ψυχή ενός απελπισμένου ή περήφανου ανθρώπου βρίσκει την άκρα ευδαιμονία.
Κοίταξα το βράχο όπου στεκόμουν . δυο βαθιές γούβες σκαμμένες στο γρανίτη θα 'ταν οι πατημασιές του προφήτη με τα κέρατα που περίμενε τον πεινασμένο Λιόντα να προβάλει. Εδώ, στην κορφή του Σινά, δεν του 'χε δώσει προσταγή να περιμένει; Περίμενε.
Περίμενα κι εγώ. 'Εσκυβα απάνω από τον γκρεμό, αφουκράζουμουν. άξαφνα, μακριά, μακριά πολύ, κουφοβρόντηξαν πατημασιές. Κάποιος ζύγωνε, και τα βουνά κουνιούνταν. έπαιζαν τα ρουθούνια μου -όλος ο αγέρας μύριζε μπροσταρότραγος. «'Ερχεται! 'Ερχεται!» μουρμούριζα κι έζωνα σφιχτά τη μέση μου. συντάζουμουν να παλέψω.
Αχ, πόσο την είχα λαχταρίσει τη στιγμή ετούτη! Χωρίς να μπαίνει στη μέση και να με παραπλανάει ο αδιάντροπος ορατός κόσμος, ν' αντικρίσω, πρόσωπο με πρόσωπο, το λιμασμένο θεριό της ζούγκλας τ' ουρανού. Τον Αόρατο. Τον Ανερχόταγο. Τον αγαθό Πατέρα που τρώει τα παιδιά του και στάζουν τα χείλια του, τα γένια του, τα νύχια του αίματα.
Θα του μιλήσω θερρετά, θα του πω τον πόνο του ανθρώπου, τον πόνο του πουλιού, του δεντρού και της πέτρας, όλοι πήραμε απόφαση, δε θέμε να πεθάνουμε, κρατώ μιαν αναφορά, την υπόγραψαν όλα τα δέντρα, τα πουλιά, τα θεριά, οι ανθρώποι, δε θέμε, Πατέρα, να μας φας, και δε θα φοβηθώ, θα του τη δώσω.
Μιλούσα, παρακαλούσα, έσφιγγα τη μέση μου κι έτρεμα.
Κι εκεί που περίμενα, σα να μετακουνήθηκαν οι πέτρες κι άκουσα μεγάλη αναπνοή.
«Νά τος... νά τος έφτασε ! ». μουρμούρισα και στράφηκα ανατριχιάζοντας.
Μα δεν ήταν ο Γεχωβάς, δεν ήταν ο Γεχωβάς, ήσουν εσύ Παππού, από το αγαπημένο χώμα της Κρήτης, και στέκοσουν μπροστά μου, άρχοντας αυστηρός, με το σφηνωτό γενάκι το κάτασπρο, με τα στεγνά χείλια τα σφιγμένα, με το εκστατικό μάτι, το γεμάτο φλόγες και φτερούγες, και στα μαλλιά σου περιπλέκουνταν ρίζες από θυμάρι.
Με κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένοιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύνεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.
Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. 'Eκαμα να σου πω: «Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
'Aπλωσες τότε το χέρι, σα να πνίγομουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. 'Aγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω.
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ' μου μιαν προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου. δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά. ως τις ρίζεςτου μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς παιδί μου...
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σα νάβγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
'Εφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ μου μιαν πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να τα πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεγμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς !...
Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο. είχε πια ξυμερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν. τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
'Ηταν η φωνή σου. κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε ένα τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου; Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;
Το λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο θεός. το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο θεός. πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις; Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου. η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε . πρέπει να 'ρθει πάλι ο Νους ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους. πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.
Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ' εσπρωχνες πάντα. άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου. μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου. αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. 'Ορθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.
Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου. να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λοποτάχτησα. τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ' ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.
'Ενα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν' απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή, ζυμωμένο με δάκρυο, αίμα κι ιδρώτα. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν αλαφρώσω. θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν' αλαφρώσω. Πως έπλασες εσύ το "Τολέδο στην καταιγίδα" 'Ομοια, με βαριά μαύρα σύννεφα, ζωσμένη κίτρινες αστραπές, ανέλπιδα κι ανένδοτα παλεύοντας με το φως και με το σκοτάδι, η ψυχή μου. Θα τη δεις, θα τη ζυγιάσεις ανάμεσα στα σπαθωτά φρύδια σου και θα τα κρίνεις. Θυμάσαι το βαρύ λόγο που λέμε εμείς οι Κρητικοί: «'Οπου αστοχήσεις, γύρισε. κι όπου πετύχεις φύγε!» Αναστόχησα, και μια ώρα ζωή ακόμα να μου απομένει, θα ξαναγυρίσω στην έφοδο. αν πέτυχα θ' ανοίξω τη γης, να ρθω να ξαπλώσω στο πλάι σου.
'Ακουσε το λοιπόν Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση. άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, κι αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό,
δώσε μου την ευκή σου!
Συνέντευξη Νίκου Καζαντζάκη στην Γιολάντα Τερέντσιο
Γ.Τ.: Αν μπορούσατε να ξαναγεννηθείτε, θα το θέλατε;
Ν.Κ.: Δεν θα ήθελα να πεθάνω ποτέ· μ’ ενδιαφέρει η ζωή, ο άνθρωπος -όχι οι άνθρωποι όλοι μαζί.
Γ.Τ.: Πιστεύετε στην ποιοτική εξέλιξη της ανθρωπότητας;
Ν.Κ.: Ενας Αρμένης ποιητής είπε κάποτε: «Ο πιθηκάνθρωπος ξεκίνησε να γίνει άνθρωπος, αλλά δεν έφτασε ακόμα…».
Γ.Τ.: Υπάρχει ελπίδα για τους ανθρώπους να ζήσουν κάποτε ευτυχισμένοι;
Ν.Κ.: Με στοίχημα, σε χίλια χρόνια!… Ενας χωρικός πήρε έναν κόρακα, για να εξακριβώσει αν αλήθεια ζη εκατό χρόνια, μα ο χωρικός πέθανε πρώτος! Ετσι κι εγώ, και χίλια χρόνια αν ζήσω, δεν θα προφτάσω να δω τους ανθρώπους ευτυχισμένους.
Γ.Τ.: Ποια είναι τα μεγαλύτερα εμπόδια στην ευτυχία τους;
Ν.Κ.: Αυτό είναι πολύ δύσκολο ν’ απαντήσει κανείς, αυτό είναι η μεγάλη μου αγωνία… Το μεγαλύτερο εμπόδιο στον άνθρωπο είναι, φαντάζομαι, η έλλειψη πίστης σ’ ένα ιδανικό ανώτερο από το Εγώ του. Αν δεν πιστεύει κανείς σ’ ένα πράγμα ανώτερο από τον εαυτό του, δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος.
Γ.Τ.: Νομίζετε πως μπορεί ν’ αποφευχθεί ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος;
Ν.Κ.: Δεν νομίζω πως θα τον γλιτώσουμε…
Ν.Κ.: Ο πόλεμος θα σταματήσει όταν ο πιθηκάνθρωπος γίνει άνθρωπος! Ο μεγαλύτερος κίνδυνος σήμερα είναι η διάσταση που υπάρχει ανάμεσα διανοητικού και ηθικού ανθρώπου. Ο διανοητικός άνθρωπος έχει φθάσει στο μαγικό, στο υπεράνθρωπο, ενώ ηθικά είναι ανάπηρος. Οταν αρμονισθούν αυτά τα δύο, τότε θ’ αποκτήσει κι η ανθρωπότητα το ισοζύγιο και θα γίνει ευτυχισμένη. Ο σημερινός άνθρωπος μου θυμίζει τον θηριοδαμαστή που μπήκε στο κλουβί των θηρίων νομίζοντας πως η τίγρη ήταν γυμνασμένη…
Γ.Τ.: Ο πνευματικός άνθρωπος μπορεί ν’ ανήκει σ’ ένα κόμμα ή πρέπει να μένει πάντοτε ανεξάρτητος, για να είναι ελεύθερος να κρίνει; Οπως είπε ο Σαρτρ, κάποτε, ότι ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να πολεμάει την αδικία όπου και να τη βρίσκει.
Ν.Κ.: Είναι δύσκολο για τον πνευματικό άνθρωπο να μείνει μόνος του. Μόνος του είναι αδύνατος, αν ενωθεί όμως με τους άλλους χαλάει. Το πρόβλημα είναι: πώς είναι δυνατόν να ενωθούν οι τίμιοι άνθρωποι; Ο πνευματικός άνθρωπος πρέπει να καταδικάζει την αδικία όπου τη βρίσκει και κάνοντας αυτό που κάνω απαντώ στο ερώτημά σας: γράφω για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια που ποδοπατιέται παντού τόσο εύκολα. Αν ενωθώ με τους άλλους θα χάσω την ελευθερία μου. Η ψυχολογία της μάζας είναι αλλιώτικη, μιλάω για τους διανοούμενους σαν μάζα, όχι για τις λαϊκές μάζες, που τις σέβομαι και που έχουν τη δική τους δουλειά. Ενας πνευματικός άνθρωπος μόνος του μπορεί να δουλέψει καλύτερα: ελεύθερος άνθρωπος παλεύει για την ελευθερία. Δέκα ελεύθεροι άνθρωποι, ενωμένοι, χάνουν την ελευθερία τους. Εκείνο που χρειάζεται είναι ν’ ακολουθήσεις τον δρόμο σου ώς την άκρη. Η αξία του δρόμου είναι να μη σταματήσεις ποτέ!
Γ.Τ.: Ποιο είναι το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο;
Ν.Κ.: Για μένα ο χρόνος. Οπως είπε ο αισθητικός Μπέρναρντ Μπέρενσον, που αποτραβήχτηκε στη Φλωρεντία κι είναι ενενήντα χρονώ, μου έρχεται να κατέβω στο δρόμο και ν’ απλώσω το χέρι μου στους διαβάτες και να τους πω: «Δώστε μου λίγο από το χρόνο που χάνετε…».
Γ.Τ.: Κι εγώ που σας έφαγα τόσην ώρα απ’ τον πολύτιμο χρόνο σας!
Ν.Κ.: Ε, δεν πειράζει, άπλωσα κι εγώ το χέρι μου και κάτι μάζεψα…
Περί του αναθέματος από την Εκκλησία της Ελλάδας
«Μου δώσατε μιαν κατάρα, άγιοι Πατέρες, σας δίνω εγώ μιαν ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο είναι η δική μου· και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη. Είναι εσφαλμένη η γενική αντίληψη ότι αφορίστηκε ο Καζαντζάκης.
Το 1968 ο Οικουμενικός Πατριάρχης έκανε επίσημη σύσκεψη στην Κρήτη. Η Εκκλησία της Κρήτης υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στο Ηράκλειο κάποιος τον ερώτησε:
- Τι γνώμην έχετε για τον άθεο Καζαντζάκη;
- Τα έργα του Νίκου Καζαντζάκη κοσμούν την Πατριαρχική Βιβλιοθήκη, απάντησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.
Είπε..
“ Μέσα στη βαθιά σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυστα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγούδα κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό περήφανο ξόρκι ”
‘’Δε χύνεται ποτέ άδικα το αίμα. Δεν το ‘χεις ακουστά πως ένας σπόρος είναι η λευτεριά, μα δεν ποτίζεται αυτός με νερό για να πιάσει, παρά με αίμα’’
’Όπου παώ κρατώ πάντα ανάμεσα στα δόντια μου σα φύλλο δάφνης την Ελλάδα’’
‘’Ο Νίτσε με δίδαξε...πως δεν πρέπει ποτέ να ‘χεις μια αντίληψη για τη ζωή που να σου επιτρέπει ελπίδες και ανταμοιβές. Είσαι ελεύθερος άνθρωπος, όχι μισθοφόρος...Να παλεύεις χωρίς να καταδέχεσαι να ζητάς ανταμοιβή, [αυτό] είναι η αληθινή ελευθερία’’
Θεωρώ σκόπιμο να κλείσω τη μικρή αυτή παρουσίαση του έργου του Nίκου Καζαντζάκη με την επιγραφή που κοσμεί τον τάφο του στο Ηράκλειο της Κρήτης
No comments:
Post a Comment