Ένας Αυστριακός ψυχαναλυτής τον καιρό εκείνο παρατηρούσε με τρόμο την εξάπλωση του φασισμού. Προσπαθούσε να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους οι μάζες του κόσμου ξεπούλησαν με τόση ευκολία τα τελευταία ίχνη της ελευθερίας τους και κατάντησαν άβουλα πιόνια μιας γιγάντιας μηχανής. Τι ήταν λοιπόν ο φασισμός; Επρόκειτο για κάποιο κόμμα, μια πολιτική οργάνωση; Κάποια δικτατορία; Μια ιδεολογία ορισμένων «τρελών» που «εκμεταλλεύτηκαν τον κόσμο»; Μια μορφή «συσκότισης» του καλόβολου λαού; Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των Γερμανών ή των Ιταλών; Μια απλή αντίδραση στην οικονομική κρίση της εποχής;
Όχι, ο φασισμός δεν είναι τίποτα απ’ αυτά, έλεγε ο ψυχαναλυτής. Ο φασισμός δεν βρίσκεται «εκεί έξω κάπου», ούτε αφορά μια «μειοψηφία», ή έναν ορισμένο «λαό». Ο φασισμός, ως δυνάμει κατάσταση, βρίσκεται μέσα σου, μέσα μου. Βρίσκεται μέσα στον κάθε απλό πολίτη που αισθάνεται μικρός, μα θα επιθυμούσε να αισθάνεται μεγάλος. Ο φασισμός δε συνιστά απλά ένα οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο, μα ένα ευρύτερο ψυχοκοινωνικό φαινόμενο, εντασσόμενο σε ένα ορισμένο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Ή σωστότερα, μια αντίδραση στην ψυχοπαθολογία που θα εκδηλωνόταν σίγουρα, αν ο φασισμός δεν κάλυπτε τις τρύπες, παρέχοντας ψευδαισθήσεις μεγαλείου και ανωτερότητας.
Ο φασισμός συνιστά, πάνω απ’ όλα, ένα σύνθετο, μαζικό φαινόμενο, με οικονομικές και ψυχολογικές προεκτάσεις. Για την ανάδειξη του είναι υπεύθυνοι οι πάντες. Δεν είναι μόνο ο Χίτλερ, ή ο Μουσολίνι . Είναι ο εν αγνοία φασίστας της διπλανής σου πόρτας. Ο ημιμαθής, ο απογοητευμένος, ο καταπιεσμένος. Ο «Ανθρωπάκος» της καθημερινότητας. Φοβισμένος, ζαρωμένος στη γωνιά του, το ποντίκι που ονειρεύεται να γίνει δράκος. Για τον λόγο αυτόν η καταπολέμηση του φασισμού δεν μπορεί ποτέ να συνιστά νομική υπόθεση και μόνο – μα να αποτελεί κοινωνικό ζήτημα, συνέχεια, σε καθημερινή βάση.
Ο ψυχαναλυτής αυτός ήταν ο Βίλχελμ Ράιχ. «Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού», καθώς και στο γνωστό και δημοφιλές «Άκου Ανθρωπάκο» - ένα βιβλίο που ο ίδιος επιθυμούσε αρχικά να μείνει αδημοσίευτο.
Τι δεν είναι ο Φασισμός. Τι είναι ο Φασισμός.
Ο φασισμός δεν είναι απλά ένα κόμμα, μια οργάνωση. Αυτό ξεκαθαρίζει ο Ράιχ ήδη από την εισαγωγή της «Μαζικής Ψυχολογίας του Φασισμού». Για τον λόγο αυτόν δεν αρκεί η εξουδετέρωση της πολιτικής του συνιστώσας. Ασφαλώς και τα νομικά μέτρα είναι αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί οποιαδήποτε περαιτέρω εξάπλωσή του με νόμιμα μέσα – όπως έγινε στη Γερμανία της δεκαετίας του 30, όταν ο Χίτλερ απέκτησε την εξουσία δια της ψήφου. Μα δεν είναι αρκετό αυτό. Η κοινωνία η ίδια είναι που τρέφει το φασισμό – και η οικονομική κρίση, η ανεργία, το άγχος… αυτά συνιστούν τις βασικές κοινωνικές πηγές του.
Ο φασισμός εξάλλου δεν είναι απλά μια μορφή δικτατορίας. «Θα πρέπει να διαχωρίσουμε τη συνηθισμένη στρατοκρατία από το φασισμό. Η Γερμανία του Γουλιέλμου ήταν στρατοκρατική, αλλά όχι φασιστική», τονίζει ο Ράιχ. Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε για κάθε μορφή στρατιωτικής δικτατορίας του εικοστού αιώνα. Η δικτατορία συνιστά αναγκαία, μα όχι επαρκής συνθήκη για την εμφάνιση του φασισμού. Ο φασισμός είναι κάτι πολύ ευρύτερο.
«Μια σφαλερή πολιτική αντίληψη είχε δημιουργήσει την εντύπωση, που επικρατεί ακόμη και σήμερα, ότι ο φασισμός είναι πρώτον ένα ιδιαίτερο εθνικό γνώρισμα των Γερμανών και των Ιαπώνων και δεύτερο, η δικτατορία μιας μικρής αντιδραστικής φατρίας», συνεχίζει ο Ράιχ. Αντίστοιχα οι προπαγανδιστές των φασιστικών κομμάτων αρνούνται τον όρο «ναζιστική οργάνωση», καθώς ο ναζισμός αφορά τάχα τους Γερμανούς, ενώ αυτοί είναι « εθνικιστές». Πράγμα σφαλερό και παραπλανητικό από κάθε άποψη. Ο ίδιος ο όρος "ναζισμός" παράγεται από τον όρο "εθνικισμός" ("national" > "nazi"). Και δεν αφορά κάποια συγκεκριμένη χώρα μόνο - σα να λέμε, τη Γερμανία. «Ο φασισμός είναι διεθνικό φαινόμενο, διάχυτο σε σύμπασες τις κοινωνικές ομάδες όλων των εθνών», τονίζει ο Ράιχ. Και συνεχίζει ως εξής:
«Δεν μπορούμε να εξουδετερώσουμε τον αφηνιασμένο φασίστα, αν από πολιτική καιροσκοπία ψάχνουμε να τον βρούμε μέσα στο Γερμανό ή τον Ιταλό μόνο, κι όχι επίσης μέσα στον Αμερικανό και τον Κινέζο· αν δεν τον ανιχνεύουμε και μέσα στον ίδιο τον εαυτό μας· αν δε γνωρίζουμε τους κοινωνικούς θεσμούς που τον εκκολάπτουν καθημερινά».
Ένας δημοκράτης δεν διαφέρει αν είναι Έλληνας, Αμερικάνος, Γάλλος ή Ιάπωνας. Ένας κομμουνιστής το ίδιο. Ένας πασιφιστής το ίδιο. Είναι η ιδεολογία, οι αντιλήψεις, η κοσμοθεωρία τους εκείνη που τους ενώνει. Το ίδιο ισχύει και με τους θιασώτες του φασισμού. Δεν έχει σημασία αν είσαι Έλληνας, Γερμανός ή Εβραίος. Αν είσαι εθνικιστής και αντισημίτης, μισείς τη δημοκρατία και τους ξένους, είσαι υπέρμαχος της «φυλετικής καθαρότητας», ορκίζεσαι πίστη στον ηγέτη και στα σύμβολα, βαδίζεις στη στρατιωτική γραμμή και ονειρεύεσαι κατακτήσεις και πολέμους… είσαι φασίστας. Είσαι ένας νεοναζί.
«Δεν υπάρχει σήμερα ζωντανός άνθρωπος που να μη “φέρει” στη δομή του τα στίγματα του φασιστικού αισθάνεσθαι και σκέπτεσθαι. Ο φασισμός ως πολιτική κίνηση διαφέρει από άλλα πολιτικά κόμματα κατά τούτο: ότι τον υποστηρίζουν και τον εκπροσωπούν ανθρώπινες μάζες (…) Οι ανθρώπινες μάζες εξαιτίας της χιλιόχρονης κοινωνικής και εκπαιδευτικής παραμόρφωσης έχουν στεγνώσει βιολογικά και έχουν γίνει ανίκανες για την ελευθερία. (…) Είναι ανοησία να υποστηρίξουμε ότι ο μεγάλος ψυχοπαθής μπορούσε ολομόναχος να βιάσει 70 εκατομμύρια ανθρώπους. (…) Οι δικτάτορες έκτισαν την εξουσία τους πάνω στην κοινωνική έλλειψη ευθύνης των ανθρωπίνων μαζών».
Ο Χίτλερ δεν ήταν ποτέ ο διάβολος που τον έχουμε μετατρέψει, ο μάγος που «παρέσυρε» εκατομμύρια «αθώων πολιτών». Στο πρόσωπό του καθρεφτίζεται η ανεπάρκεια, η ευκολοπιστία και η ανευθυνότητα του κόσμου, του κόσμου που αφέθηκε να παρασυρθεί. Του πολίτη της διπλανής μας πόρτας, πέρα από σύνορα και έθνη.
«Ο φασισμός διακατέχει με τη μορφή της ανευθυνότητας τις ανθρώπινες μάζες απ’ όλες τις χώρες, τα έθνη, τις φυλές, κλπ. Ο φασισμός είναι το αποτέλεσμα της χιλιόχρονης παραμόρφωσης των ανθρώπων. Θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί σε κάθε χώρα, σε κάθε έθνος. Επενεργεί σε κάθε μεμονωμένο πολίτη της γης. Το αυστριακό “δυστυχώς δε γίνεται τίποτα” εκφράζει το γεγονός αυτό εξίσου με το αμερικάνικο “Let GeorgeDo It”».
Ο Ράιχ είναι κατηγορηματικός. Το να αποδίδουμε στον ίδιο τον κόσμο την ευθύνη, αντί για τους ηγέτες του, σημαίνει πως τον αντιμετωπίζουμε στα σοβαρά – και όχι σαν ένα μικρό παιδί.
«Η μάζα των ανθρώπων συνηθίζει κάτω απ’ την επιρροή των πολιτικάντηδων να μετατοπίζει το φταίξιμο στους εκάστοτε κρατούντες. Τούτο αποτελεί απόσειση ευθύνης. (…) Το να τονίζεται αυτό το φταίξιμο της μάζας των ανθρώπων, το να αποδίδεται όλη η ευθύνη στη μάζα των ανθρώπων, σημαίνει πως την παίρνουμε στα σοβαρά. Αντίθετα, το να οικτίρουμε τη μάζα των ανθρώπων, θεωρώντας την σαν ένα φτωχό θύμα, σημαίνει πως τη μεταχειριζόμαστε σα φιμωμένο, αβοήθητο παιδί».
Κοινωνία και Χαρακτήρας
Ο Ράιχ σημειώνει με έμφαση: Οι μάζες του κόσμου, στην εποχή αυτή που ζούμε, είναι ανίκανες για ελευθερία. Μα η ανικανότητα των ανθρώπινων μαζών για ελευθερία δεν οφείλεται σε κάποια «βιολογική αδυναμία» ή «έμφυτη τάση» τους να καθοδηγούνται από ηγέτες. Τέτοια υπήρξε η προπαγάνδα των ίδιων των Ναζί, θεωρώντας πως υφίσταται μια αμετάκλητη, τάχα, «ανθρώπινη φύση» που διαχώριζε τους ανθρώπους σε «ηγέτες» και σε «σκλάβους», σε οδηγούς και σε ακόλουθους. Πως είναι ο ρόλος των πολιτικών αρχηγών να καθοδηγούν, σαν άβουλα πιόνια, τους υποστηρικτές τους. Πως ο λαός είναι ανίκανος να προχωρήσει, αν δεν έχει κάποιον να τον καθοδηγεί. Μια θέση που θυμίζει εκείνη του Hobbes, όταν έγραφε “Homo Homini Lupus” – “ο Άνθρωπος είναι Λύκος για τον Συνάνθρωπό του». Γι’ αυτόν τον λόγο έχει ανάγκη από αρχηγούς και βασιλιάδες, για να «εξασφαλίζουν την τάξη».
Ωστόσο, σημειώνει ο Ράιχ, η κατάσταση αυτή δε συνιστά a priori χαρακτηριστικό των ανθρώπων, μα εμφανίζεται υπό συγκεκριμένες κοινωνικές-ιστορικές συνθήκες, που αριθμούν εκατοντάδες χρόνια ύπαρξης. Συνθήκες όμως που γίνεται ν’ αλλάξουν. Δεν είναι από τη φύση τους οι άνθρωποι ανεύθυνοι και σκλάβοι. Η κοινωνία τους έκανε έτσι, διαμορφώνοντας ανάλογα τον ψυχικό τους κόσμο, τις χαρακτηρολογικές δομές τους, σε βαθμό που θεωρούν τη σκλαβιά τους δεδομένη και αμετάβλητη – και να φτάνουν να την αναπαράγουν, μέσα από ειδικά διαμορφωμένους κοινωνικούς θεσμούς: την αυταρχική οικογένεια, το σχολείο, τα συντηρητικά ΜΜΕ, τη σύγχρονη εργασιακή πραγματικότητα, την αντιδραστική ηθική, τις κυρίαρχες κοινωνικές νόρμες και αξίες.
«Το ζήτημα είναι πως κάθε κοινωνικό σύστημα διαμορφώνει στα μέλη του τις δομές που του χρειάζονται για τους κύριους σκοπούς του».
Ο άνθρωπος δεν αγαπά την ανελευθερία του επειδή είναι γεννημένος έτσι απ’ τη φύση του – αλλιώς ποτέ δεν θα είχαν υπάρξει τόσα και τόσα παραδείγματα που αποδεικνύουν το αντίθετο. Ο άνθρωπος φτάνει να αγαπάει την σκλαβιά του επειδή μεγάλωσε σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που τον έμαθε ν’ αγαπάει τη σκλαβιά του. Στην πραγματικότητα η ανθρώπινη «φύση» βρίσκεται σε διαρκή αντιδιαστολή με την κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα – και αν υπάρχουν ορισμένες πτυχές ή δυνατότητές της δοσμένες εκ γενετής, υπάρχουν πολλές άλλες που διαμορφώνονται ανάλογα με το κοινωνικό πλαίσιο. Και αυτή είναι μια θέση αποδεκτή από σύμπασα την ψυχολογική επιστημονική κοινότητα σήμερα.
Όσο αφορά το φασισμό; Για να δούμε τι λέει ο Ράιχ.
«Ο “φασισμός” είναι η τυπική συναισθηματική συμπεριφορά του καταπιεσμένου ανθρώπου της αυταρχικής κοινωνίας μας με το μηχανικό πολιτισμό της και τη μηχανοκρατική-μυστικιστική βιοθεωρία της. Ο μηχανοκρατικά μυστικιστικός χαρακτήρας του ανθρώπου της εποχής μας δημιουργεί τα φασιστικά κόμματα κι όχι αντίστροφα (…) Οι κοινωνικές περιστάσεις και μεταβολές διαμορφώνουν σε χαρακτηροδομή τις αρχέγονες βιολογικές αξιώσεις του ανθρώπου και κατόπιν η χαρακτηροδομή αναπαράγει με τη μορφή των ιδεολογιών την κοινωνική δομή της κοινωνίας».
Όπως βλέπουμε πρόκειται για μια διαλεκτική, σύνθετη διαδικασία. Η κοινωνία διαμορφώνει τον χαρακτήρα (πάντα σύμφωνα με τις έμφυτες τάσεις και ανάγκες) και ο χαρακτήρας με τη σειρά του επενεργεί πάνω στην κοινωνία. Ο παρών χώρος δεν μας επιτρέπει, μα να προσθέσουμε πως στο θέμα αυτό αναλυτικότερες και βαθύτερες είναι, μεταξύ άλλων, οι αναλύσεις του ψυχαναλυτή Έριχ Φρομ και του Κορνήλιου Καστοριάδη. Ο τελευταίος τόνιζε τον πρωταρχικό ρόλο των «φαντασιακών σημασιών» - αποκρυσταλλωμένες κοινωνικές στάσεις και ιδέες, διαμορφώνοντας την οπτική ενός ατόμου για τον κόσμο που τον περιβάλλει και τελώντας οι ίδιες υπό συνεχή αναδιαμόρφωση. Σημαντικές εξάλλου υπήρξαν οι αναλύσεις του ψυχολόγου και παιδαγωγού Ζαν Πιαζέ, ο οποίος τόνιζε τον δημιουργικό και ενεργητικό ρόλο του παιδιού, κατά την ανάπτυξή του, στη διαμόρφωση του κόσμου στον οποίο ζει.
Συνοψίζοντας: Υπό ορισμένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες οι άνθρωποι φτάνουν να εγκαταλείπουν την ίδια την ελευθερία τους και να παραδίδονται σε αυταρχικά, ως και φασιστικά καθεστώτα. Δεν είναι οι συνθήκες, μονόπλευρα, που κάνουν έτσι τους ανθρώπους – μα η ίδια η δομή του χαρακτήρα τους είναι τέτοια, που αναπαράγει συνθήκες σαν αυτές. Γι’ αυτόν τον λόγο ποτέ δεν αρκεί η εξάλειψη ενός παράφρονα ηγέτη ή μιας ναζιστικής οργάνωσης για την κατάρρευση του φασισμού. Όσο οι κοινωνικές συνθήκες παραμένουν και όσο οι χαρακτήρες των ανθρώπων είναι διαμορφωμένοι έτσι, ώστε να αποζητούν συνεχώς ηγέτες και σωτήρες, δε θα αργήσει να βρεθεί κάποιος άλλος «αρχηγός» ή κάποια άλλη φασιστική οργάνωση, για να πάρει τη θέση της παλιάς.
Για τον Ράιχ η κατάσταση αυτή πιάνει ρίζες στα βάθη του χρόνου.
Ιδεολογία, Επανάσταση και Αντίδραση
Η ανάλυση του Ράιχ ενόχλησε αρκετούς «ορθόδοξους μαρξιστές» την εποχή εκείνη, οι οποίοι ούτως ή άλλως αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό (ως κατάφωρη απόρριψη) τις φροϋδικές αναλύσεις για το Ασυνείδητο και τις σεξουαλικές, ψυχικές ενορμήσεις, θεωρώντας τες «αστικά κατάλοιπα». Εξάλλου ο διαχωρισμός της κλασικής μαρξιστικής σκέψης ανάμεσα σε «αστούς» και «προλετάριους» δε συμφωνούσε με τις μελέτες του Ράιχ.
«Η μαρξιστική κοινωνιολογία τοποθέτησε τον “αστό” απέναντι στον “προλετάριο”. Αυτό είναι ψυχολογικό λάθος. Η χαρακτηρολογική δομή δεν προσιδιάζει μόνο στον κεφαλαιοκράτη· υπάρχουν ελευθερόφιλοι κεφαλαιοκράτες και αντιδραστικοί εργάτες. Δεν υπάρχουν χαρακτηρολογικά ταξικά σύνορα».
Όπως μπορεί ένας αστός να είναι υπέρμαχος της ελευθερίας και της επανάστασης, έτσι και ένας εργάτης μπορεί να είναι υποστηρικτής του φασισμού. Μα στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν μονοσήμαντα «ελευθεριακά» ή «αντιδραστικά» άτομα.
«Ο μέσος εργάτης κρύβει μέσα του μιαν αντίφαση, κι επομένως δεν είναι ούτε μονόσημα επαναστάτης, ούτε μονόσημα συντηρητικός, αλλ’ απλώς ψυχικά διασπασμένος, η δομή του διαμορφώνεται από τη μία μεριά από την κοινωνική του κατάσταση, που γεννάει επαναστατικές ροπές, από την άλλη όμως επηρεάζεται από τη γενική, την “περιρρέουσα” ατμόσφαιρα της αυταρχικής κοινωνίας· έτσι δημιουργείται στην ψυχή του η αντίφαση. (…) Το ίδιο ισχύει και για το μεσοαστό».
Ωστόσο οι ορθόδοξοι μαρξιστές προσπέρασαν την ψυχαναλυτική ανάλυση του Ράιχ – παρά το γεγονός πως ο ίδιος τόνιζε το ακόλουθο:
«Όταν μια ιδεολογία αντεπιδρά πάνω στην οικονομική διαδικασία, θα πει ότι έχει γίνει υλική δύναμη».
Και συνεχίζει θέτοντας ένα – διαχρονικό, δυστυχώς – ερώτημα.
«Η οικονομική κατάσταση δε μετατρέπεται άμεσα και απευθείας σε πολιτική συνείδηση. Αλλιώς, η κοινωνική επανάσταση θα είχε γίνει προ πολλού. (…) Εκείνο που πρέπει να εξηγηθεί δεν είναι γιατί κλέβει ο πεινασμένος ή γιατί απεργεί ο εξανδραποδισμένος, αλλά γιατί η πλειοψηφία των πεινασμένων δεν κλέβει και δεν απεργεί η πλειοψηφία των εξανδραποδισμένων».
Η κλασική μαρξιστική ανάλυση εξάλλου, θεωρούσε πως μια εκτενής οικονομική κρίση θα αποτελούσε το προπύργιο της Επανάστασης. Ωστόσο τα φασιστικά κινήματα του 20ου αιώνα έδειξαν πως μπορεί κάλλιστα να συμβεί το αντίθετο. Όχι επανάσταση, μα φασισμός.
Μεταγενέστερες αναλύσεις φανέρωσαν πως η ανάδειξη του φασισμού δε συνιστά παρά το έσχατο μέτρο της άρχουσας τάξης πραγμάτων, προκειμένου να σώσει τον εαυτό της. Ο φασισμός είναι το λυσσασμένο σκυλί που εξαπολύει ο καπιταλισμός, την ώρα της έσχατης κρίσης του. Η πολιτική πραγματικότητα του Χίτλερ επιβεβαίωσε την ανάλυση αυτή. Ουδέποτε καταπολέμησαν οι ναζιστές πολιτικοί τα οικονομικά μονοπώλια και τις κοινωνικές ρίζες της κρίσης. Αντίθετα δέχτηκαν απλόχερα την υποστήριξη από τους οικονομικούς και επιχειρηματικούς κολοσσούς της εποχής. Αντίστοιχα τα φασιστικά κόμματα σήμερα δεν τάσσεται ενάντια στα μονοπώλια ή στους προύχοντες του συστήματος – μα ενάντια στους «Εβραίους», τους «ξένους» και τον «κοινοβουλευτισμό», όλα αυτά πουλώντας μια «επαναστατική» ρητορική, προκειμένου να περάσει διφορούμενα μηνύματα στον κόσμο και να αυξήσει την επιρροή της.
Να θυμίσουμε εδώ πως, μεταξύ άλλων, στην προεκλογική ρητορική του, ο Χίτλερ τόνιζε πως θα «πολεμήσει το μεγάλο κεφάλαιο» και πως υποστηρίζει τα «συμφέροντα της εργατικής τάξης». Κάτι που ουδέποτε έκανε ασφαλώς. Εδώ όμως έγκειται ένα από τα «κλειδιά» της μαζικής απήχησης του φασισμού: η διφορούμενη, αντιφατική ρητορική του, εμποτισμένη από άφθονες «επαναστατικές» ιδέες, τέτοιες που έχουν πέραση σε μια μερίδα ημιμαθούς, απογοητευμένου κόσμου, καθώς και ένας οργισμένος, τσαμπουκαλεμένος λόγος. Ένας λόγος συχνά παραληρηματικός, επικαλούμενος το συναίσθημα, όχι τη λογική. «Η Γερμανία για τους Γερμανούς», «Ένας λαός ενωμένος, υπό την καθοδήγηση του Ηγέτη».
«Δεν είναι ο φασισμός, όπως πιστεύεται γενικά, ένα καθαρά αντιδραστικό κίνημα, αλλά ένα αμάλγαμα από αντάρτικα συναισθήματα και αντιδραστικές κοινωνικές ιδέες (…) Χωρίς την υπόσχεση, πως θ’ αγωνιζόταν εναντίον του μεγάλου κεφαλαίου, ο Χίτλερ δε θα είχε ποτέ κερδίσει τα μεσαία στρώματα».
Είναι όμως «επαναστατικός» ο φασισμός; Ο Ράιχ δηλώνει κατηγορηματικά όχι:
«Αν με τον όρο επανάσταση εννοούμε την έλλογη εξέγερση μπρος σε αφόρητες συνθήκες μέσα στους κόλπους της κοινωνίας, την έλλογη βούληση να “φτάσουμε στη ρίζα των πραγμάτων” και να τα διορθώσουμε, τότε ο φασισμός δεν είναι ποτέ επαναστατικός. Μπορεί βέβαια να παρουσιάζεται με το προσωπείο επαναστατικού πάθους. Αλλά δε θα ονομάσουμε επαναστάτη το γιατρό που χειρίζεται μιαν αρρώστια με υπεροπτικές βρισιές, αλλά εκείνον που ερευνά ήσυχα, θαρραλέα και ευσυνείδητα τα αίτια της αρρώστιας και τα πολεμά».
Εκείνο που δεν έκαναν όμως οι ορθόδοξοι μαρξιστές ήταν να επιχειρήσουν μια εις βάθος ανάλυση του ψυχοπαθολογικού χαρακτήρα του φασισμού, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της ψυχαναλυτικής σκέψης – όπως έκανε ο Ράιχ, ο Έριχ Φρομ, ο Αντόρνο. Παρά τις διαφορές των τριών αυτών ερευνητών, κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η έννοια της «αυταρχικής προσωπικότητας».
Η ψυχολογική δομή του Φασισμού: 1) Έρωτας και Θάνατος
«Αυτό που σε καταπιέζει, Ανθρωπάκο, κάθε ώρα και κάθε λεπτό, ακόμα και όταν δεν υφίσταται κανένας εξωτερικός παράγοντας, είναι η δική σου συναισθηματική αρρώστια, όχι κάποια εξωτερική δύναμη. Θα είχες αποτινάξει τους τυρράνους εδώ και καιρό αν ήσουν ζωντανός και υγιής μέσα σου. Οι καταπιεστές σου προέρχονται από τον δικό σου περίγυρο».
Αν υπάρχει ένας κοινός συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις διάφορες ρητορικές του φασισμού, τότε και τώρα, αυτός είναι εκείνος του μίσους. Μίσος απέναντι στον αλλοεθνή, μίσος απέναντι στον Εβραίο, μίσος απέναντι στον δημοκράτη, μίσος απέναντι στον φιλελεύθερο, μίσος απέναντι στον αριστερό, μίσος απέναντι στον ομοφυλόφιλο, μίσος απέναντι στον ιδεολόγο της ελευθερίας, μίσος απέναντι στον ορθολογιστή, μίσος απέναντι στον άθρησκο, μίσος απέναντι στον ισχυρό, μίσος απέναντι στον ανίσχυρο. Ο φασισμός βλέπει παντού εχθρούς – ο κόσμος όλος συνωμοτεί εναντίον του. Στην ψυχοπαθολογία αυτό ονομάζεται «παρανοϊκό σύνδρομο».
«Η φυλετική θεωρία δεν είναι δημιούργημα του φασισμού. Αντίστροφα: ο φασισμός είναι δημιούργημα του φυλετικού μίσους, και η πολιτικά οργανωμένη έκφρασή του».
Ο ρατσισμός συνιστά χαρακτηριστική εκδήλωση του μίσους που στρέφεται απέναντι στον Άλλο. Ο Άλλος ενσαρκώνει όλα εκείνα που εσύ δεν είσαι. Ο Άλλος είναι το Κακό, ενώ εσύ είσαι το Καλό. Κάθε τι κακό και άσχημο μέσα σου προβάλλεται στον Άλλο – ο οποίος μετατρέπεται σε αποδιοπομπαίος τράγος και ενσαρκωτής όλων των κακών του κόσμου. Ασφαλώς λέγοντας "Άλλος" δεν αναφερόμαστε σε μεμονωμένα άτομα, μα σε κοινωνικές κατηγορίες/ομάδες, που μοιάζουν ξαφνικά να ενσαρκώνουν όλα τα κακά του κόσμου. Ο "Άλλος" ως Ετερότητα, ως ευδιάκριτη (και ομοιογενής) κοινωνική κατηγορία.
Η ακραία αυτή αντιπαράθεση των πάντων υπό μονοδιάστατους όρους «καλού» και «κακού», «όμορφου» και «άσχημου», «σωστού» και «λάθους», θα μπορούσε να παρομοιαστεί με πρώιμα στάδια της παιδικής σκέψης, όταν ο κόσμος διαχωρίζεται σε απόλυτους τόνους του μαύρου και του άσπρου. Δεν υπάρχουν ενδιάμεσες αποχρώσεις, μόνο οι «καλοί» και οι «κακοί». Μα αν στην πρώιμη παιδική σκέψη ένας τέτοιος διαχωρισμός συνιστά αναγκαίο στάδιο της εξέλιξης, στην περίπτωση ενός ενήλικα θα μπορούσε να συνιστά μορφή ψυχοπαθολογίας και ανικανότητας σύνθετης σκέψης.
Κεντρικό ρόλο στην ανάλυση του Ράιχ έπαιζε εκείνος της σεξουαλικότητας – κάτι αναμενόμενο, αν σκεφτούμε πως ήταν πιστός μαθητής του Φρόυντ (ή μάλλον του πρώιμου Φρόυντ, τον καιρό που έθετε τη σεξουαλική ενόρμηση στη βάση κάθε ανθρώπινης συμπεριφοράς). Όσο αφορά το ρατσισμό, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τη θέση του στην ακόλουθη, επιγραμματική διατύπωση:
«Η φυλετική θεωρία είναι μια γνήσια βιοπαθητική χαρακτηρολογική έκφραση του αναφρόδιτου (ανίκανου για οργασμό) ανθρώπου».
Η καταπίεση της σεξουαλικότητας βρίσκεται, κατά το Ράιχ, στη βάση όχι μόνο του φασισμού, μα κάθε αυταρχικού καθεστώτος και κάθε καταπιεστικής κοινωνίας από καταβολής ύπαρξης. Μα λέγοντας «σεξουαλικότητα» δεν υπονοείται μόνο η φυσική πράξη του σεξ – μα μια ευρύτερη, βαθύτερη μορφή ενέργειας (η φροϋδική Λίμπιντο, αν και ο Ράιχ δεν ακολούθησε τη συγκεκριμένη ορολογία), η οποία βρίσκεται στον πυρήνα των φυσικών ενορμήσεων και η οποία δαμάζεται από τον εκάστοτε πολιτισμό. Για τον Φρόυντ η χαλιναγώγηση αυτή της σεξουαλικότητας συνιστούσε αναγκαία συνθήκη ύπαρξης του πολιτισμού. Μα για το Ράιχ (όπως και για το Μαρκούζε, αργότερα), είναι ο πολιτισμός της καταπίεσηςεκείνος που πνίγει τη σεξουαλικότητα, όχι ο πολιτισμός γενικά.
Ο φασισμός τρέφεται απ’ το μίσος. Και ως τέτοιος, τρέφεται απ’ τη ζωντάνια εκείνων που μισεί.
«Η ζωντάνια μπορεί να υπάρξει χωρίς το φασισμό, ο φασισμός όμως δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη ζωντάνια. Είναι ο βρυκόλακας που θέλει να χορτάσει τις φονικές ορμές του πάνω στο σώμα της ζωής, όταν την άνοιξη ζητάει ο έρωτας την εκπλήρωσή του».
Αρκεί να σκεφτούμε τη σημασία του Θανάτου στην κοσμοθεωρία των νεοναζί . Ο θάνατος, ο ένδοξος θάνατος, ο θάνατος για τον ηγέτη, για το Έθνος, ο δοξασμένος πόλεμος, η εξόντωση του αντιπάλου… αυτά βρίσκονται στον πυρήνα της ναζιστικής σκέψης. Μα αρκεί να θυμίσουμε πως ήταν ο Εμπεδοκλής εκείνος, πρώτος, που διαχώρισε τον κόσμο σε δύο φυσικές δυνάμεις: τη Φιλότητα και το Νείκος – την Αγάπη και την Έριδα. Και χιλιετίες μετά ο Φρόυντ επανέφερε την αντίληψη αυτή, τονίζοντας πως υπάρχουν δύο είδη ενορμήσεων: εκείνες του έρωτα και εκείνες του θανάτου. Η ζωή ενάντια στο θάνατο.
Όσο οι ναζιστές ήταν με το μέρος του θανάτου, θέτοντάς τον στο επίκεντρο της κοσμοθεωρίας τους… υπήρχαν και εκείνοι που έλεγαν «κάντε έρωτα – όχι πόλεμο».
«Όταν ακούμε κάποιο φασίστα, οποιασδήποτε απόχρωσης, να βγάζει κήρυγμα για την “τιμή του έθνους” (αντί για την τιμή του ανθρώπου), για τη “σωτηρία της αγίας οικογένειας και της φυλής” (αντί της κοινωνίας και της εργαζόμενης ανθρωπότητας) · όταν φουσκώνει και κορδώνεται κι έχει το ρύγχος του γεμάτο συνθήματα, τότε ας τον ρωτήσουμε δημοσία, ήρεμα και απλά:
“Τι κάνεις στην πράξη για να ταΐσεις το έθνος, χωρίς να δολοφονήσεις άλλα έθνη; Τι κάνεις ως γιατρός για να καταπολεμήσεις τις χρόνιες αρρώστιες, τι ως παιδαγωγός για ν’ απεργαστείς την ευτυχία του παιδιού, τι ως οικονομολόγος για να εξουδετερώσεις τη φτώχεια, τι ως κοινωνικός λειτουργός για να αποσοβήσεις τη συντριβή πολύτεκνων μητέρων, τι ως αρχιτέκτονας για να βελτιώσεις την υγιεινή της κατοικίας. Και μη φλυαρείς τώρα, αλλά δώσε μας μια συγκεκριμένη πρακτική απάντηση, ειδάλλως κλείσε το στόμα σου!”
Μα δεν είναι ο δρόμος της εξουσίας εκείνος που θα εξουδετερώσει το φασισμό. Δεν είναι ένα πολιτικό κόμμα ή άλλη μια δικτατορία. Δεν είναι ένας ακόμα στρατός, ή μια αυταρχική επιβολή, «στο όνομα του καλού της κοινωνίας». Δεν γίνεται να εξουδετερώσεις το φασισμό με τις ίδιες τις μεθόδους του.
«Όποιος προσπαθεί να τσακίσει τα μηχανικά ρομπότ με τα δικά τους μέσα, θα καταφέρει μονάχα να διώξει το διάβολο χρησιμοποιώντας τον Βεελζεβούλ, δηλαδή μέσα στο προτσές της άριστης και επιστημονικής δολοφονίας θα μετατραπεί ο ίδιος σε μηχανικό ρομπότ και θα συνεχίσει ο ίδιος αυτό που ξεκίνησε ο αντίπαλός του. (…) Ο φασισμός δεν μπορεί να κατανικηθεί με υποκατάστατα και με τον υπερακοντισμό των μεθόδων του, δίχως αυτή η νίκη, θελημένα ή αθέλητα, να καταλήξει σε φασισμό. Ο δρόμος του φασισμού είναι ο δρόμος του μηχανικού, του νεκρού, του απολιθωμένου, του ανέλπιδου. Ο δρόμος της ζωής είναι βασικά διαφορετικός, πιο δύσκολος, πιο επικίνδυνος, πιο έντιμος και γεμάτος ελπίδες».
Βίλχελμ Ράιχ, «Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού»
Φασισμός δεν είναι μια ακόμα στρατιωτική δικτατορία, μια πολιτική οργάνωση/κόμμα, ή μια τάση που παρατηρείται σε συγκεκριμένους λαούς, μα ένα σύνθετο κοινωνικό-οικονομικό-ψυχολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει τους λαούς στο σύνολό τους και, συγκεκριμένα, τον «ανθρωπάκο της διπλανής πόρτας». Τον ανθρωπάκο που αισθάνεται μικρός, μα θα επιθυμούσε να αισθάνεται μεγάλος και, υπό συνθήκες κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, αποζητάει μεγαλεία και εκδίκηση. Για τον λόγο αυτόν οι ίδιες οι μάζες των ανθρώπων είναι υπεύθυνες για την ανάδειξη και την εξάπλωσή του.
Αναφερθήκαμε στην αλληλεπίδραση της κοινωνικοοικονομικής δομής και του ανθρώπινου χαρακτήρα και τονίσαμε πως καταλήγει ο δεύτερος να αναπαράγει τη δομή της κοινωνίας που του επιβλήθηκε. Για τον λόγο αυτόν δεν αρκεί η εξάλειψη μιας παράφορης εθνικιστικής οργάνωσης ή μιας χούφτας παραφρόνων για την καταπολέμηση του φασισμού – όσο οι άνθρωποι φέρουν το φασισμό εντός τους, κάποια άλλη οργάνωση θα βρεθεί να πάρει τη θέση της παλιάς, ή ένας νέος «ηγέτης» θα ακολουθήσει το δρόμο που προηγούμενου.
Τονίσαμε πως ο ρατσισμός (που βρίσκεται στη ρίζα κάθε φασισμού) τρέφεται από το μίσος απέναντι στον «Άλλο» και το φόβο απέναντι στη διαφορετικότητα – στην οποία προβάλλονται όλες οι απεχθείς ιδιότητες που ο άνθρωπος αρνείται να εντοπίσει στον εαυτό του. Πως ο φασισμός βλέπει παντού γύρω του εχθρούς και συνωμοσίες, πλάθοντας μια παρανοϊκή αντίληψη για τον κόσμο, κατηγοριοποιώντας τους ανθρώπους υπό μονοδιάστατους, απλοϊκούς όρους «απόλυτου καλού» και «απόλυτου κακού» – όμοια με την πρώιμη, μη ανεπτυγμένη παιδική σκέψη. Πως το μίσος διέπει κάθε μορφή φασιστικής κοσμοθεωρίας και πως ο θάνατος (ο «ένδοξος θάνατος» του πολέμου) βρίσκεται στην καρδιά του φασιστικού φαντασιακού. Ο θάνατος κόντρα στον έρωτα, κόντρα στη ζωή.
Και αναφερθήκαμε εκτενώς στο έργο εκείνου του Αυστριακού ψυχαναλυτή που, εκεί, στα θλιβερά χρόνια της δεκαετίας του 30, είδε εκατομμύρια συμπολιτών του να παρασύρονται απ’ το φασιστικό άρμα – να παρασύρονται, έγραψα; Λάθος. Να αφήνονται, πρόθυμα, να παρασυρθούν, να εγκαταλείπουν οικειοθελώς την ελευθερία τους, αλαλάζοντας ύμνους στον «ηγέτη» και το «έθνος»…
Το έργο του Βίλχελμ Ράιχ, το οποίο και αποτελεί ορμητήριο της μελέτης μας. Τα συμπεράσματά μας δεν προέρχονται αποκλειστικά από το έργο του Ράιχ (οι μελέτες για τον «Άλλο», τις κοινωνικές ταυτότητες, την ψυχολογική ταύτιση με μια ισχυρή (κυριολεκτικά ή φαντασιακά) ομάδα και τις ρίζες του ρατσισμού καλύπτουν δεκαετίες μελέτης από πλήθος ψυχολόγων και κοινωνιολόγων), ωστόσο το έργο του Ράιχ ανήκει στις σημαντικότερες και διαχρονικότερες μελέτες πάνω στο φαινόμενο.
Μα καιρός να συνεχίσουμε την ανάλυσή μας και συγκεκριμένα, να μεταβούμε στο μικροσκοπικό εκείνο εργοστάσιο, όπου κάθε κοινωνία πλάθει τους εργάτες που θα συναποτελέσουν τη μελλοντική δομή της… τον χώρο που, μαζί με τη Θρησκεία και το Έθνος, ύμνησαν οι δικτάτορες και οι φασίστες απανταχού της οικουμένης. Ο λόγος φυσικά για την Οικογένεια.
Η ψυχολογική δομή του Φασισμού: 2) Οικογένεια και Αυταρχισμός
«Το αυταρχικό κράτος αναπτύσσει τα τεράστια συμφέροντά του μέσα στην αυταρχική οικογένεια: η οικογένεια είναι το εργοστάσιο της δομής του και της ιδεολογίας του».
Η φράση αυτή του Ράιχ θα μπορούσαμε να πούμε πως συνοψίζει τα συμπεράσματά του σχετικά με τον καταλυτικό ρόλο της οικογένειας στη διαμόρφωση του μελλοντικού υμνητή του φασισμού. Ο όρος που χρησιμοποιείται είναι εκείνος της «αυταρχικής οικογένειας» - όρος σε κοινός επίσης στους ερευνητές της Σχολής της Φρανκφούρτης (Αντόρνο, Μαρκούζε, Έριχ Φρομ), των οποίων οι μελέτες θεωρούνται πλέον κλασικές.
Σε πρώτη βάση, ο ρόλος της οικογένειας στο πλάσιμο του χαρακτήρα του παιδιού είναι εύλογος και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Οι γονείς μεταλαμπαδεύουν αξίες και αντιλήψεις στα παιδιά τους και εκείνο με τη σειρά του φτάνει να καθρεφτίζει τις στάσεις των γονιών του. Γνωστό σε όλους. Η ανάλυση του Βίλχελμ Ράιχ ωστόσο πηγαίνει παραπέρα.
Η «αυταρχική οικογένεια» δεν αποτελεί απλά ένα παροδικό φαινόμενο, μα πιάνει ρίζες στα βάθη του χρόνου. Σύμφωνα με την αντίληψη του Ράιχ, στον πυρήνα κάθε υγιούς ανάπτυξης βρίσκεται η ανεμπόδιστη εκπλήρωση της φυσιολογικής λειτουργίας των ψυχοσεξουαλικών ορμών. Να θυμίσουμε πως ο Ράιχ υπήρξε βαθιά επηρεασμένος από το έργο του ιδρυτή της Ψυχανάλυσης, Σίγκμουντ Φρόυντ. Σύμφωνα με την φροϋδική θεωρία, η εξέλιξη του παιδιού συνοδεύεται από την εξέλιξη της ψυχοσεξουαλικότητάς του – οι σεξουαλικές ενορμήσεις βρίσκονται στον πυρήνα κάθε ανθρώπινης λειτουργίας και συμπληρώνουν τις ενορμήσεις αυτοσυντήρησης. Προβλήματα στην φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού (και, μετέπειτα, του ενήλικα) προκύπτουν όταν εμφανίζονται συγκρούσεις ανάμεσα στη φυσιολογική σεξουαλική ενόρμηση (τα «ένστικτα του έρωτα», όπως θα τα ονόμαζε μετά) και στις ενορμήσεις της αυτοσυντήρησης (στις οποίες προστίθενται όλες εκείνες οι απαγορεύσεις των γονέων, της κοινωνίας και της άρχουσας ηθικής). Όταν οι επιθυμίες συγκρούονται με τις απαγορεύσεις της κοινωνίας – και των φορέων της, που αρχικά είναι οι γονείς.
«Η πάλη, που αρχικά διαδραματίζεται ανάμεσα στις επιθυμίες του παιδιού και τις απαγορεύσεις των γονιών, εσωτερικεύεται αργότερα, μετουσιώνεται στον αδιάκοπο αγώνα της ηθικής εναντίον του ορμέφυτου μέσα στην ψυχή του ατόμου».
Για το Φρόυντ ήταν αναπόφευκτη και «αναγκαίο κακό» μια τέτοια απαγόρευση από την πλευρά της κοινωνίας, προκειμένου να υφίσταται κοινωνική συνοχή. Μα για τον Ράιχ (όπως και για το Μαρκούζε, αργότερα) υφίσταται ένας πλεονάζων, θα λέγαμε, βαθμός απαγόρευσης, χαρακτηριστικός όχι της «κοινωνίας» γενικά, μα της αυταρχικής κοινωνίας συγκεκριμένα. Είναι οι αυταρχικές κοινωνίες εκείνες που ασκούν αυτήν την πλεονάζουσα καταπίεση, όχι οι κοινωνίες γενικά. Εντός μιας κοινωνίας που επιτρέπει την ανεμπόδιστη, ελεύθερη εξέλιξη του, το παιδί θα μεγάλωνε απολύτως υγιές και θα ασπαζόταν ευκολότερα τις αρετές της ελευθερίας και της αγάπης. Μα εντός μιας κοινωνίας που επιφέρει καταπίεση και της οποίας η ηθική είναι απαγορευτική απέναντι στις φυσιολογικές ορμές («μην αγγίζεις τον εαυτό σου!», «μη γράφεις με το αριστερό σου χέρι!», «μη σκαρφαλώνεις στο δέντρο!», «μη διαφωνείς!», «μην αντιμιλάς!»), το παιδί μεγαλώνει εσωτερικεύοντας όλες αυτές τις απαγορεύσεις – και εκείνες, με τη σειρά τους, πλάθουν τον χαρακτήρα του, έτσι ώστε να φτάνει να τις θεωρεί δεδομένες και σωστές. Καμία κοινωνική απαγόρευση δεν του κάνει πια εντύπωση. Φράχτες, σύνορα, φυλακές, καταπιεστικές εργασίες, αυταρχικοί εργοδότες, απρόσωπες οικονομίες, διεφθαρμένοι πολιτικοί, ανύπαρκτα δικαιώματα… όλα είναι όπως ήταν πάντα και τίποτα δε γίνεται ν’ αλλάξει, ούτε ο ίδιος χρειάζεται να επιδιώκει κάτι διαφορετικό.
«Η απώθηση της γενετήσιας επιθυμίας ενισχύει την πολιτική αντίδραση, όχι μόνο επειδή κάνει το αγελαίο άτομο παθητικό, αδιάφορο και απολιτικό· αλλά γιατί δημιουργεί μέσα στη δομή του μια δεύτερη δύναμη, ένα τεχνητό συμφέρον, που στηρίζει και ενεργά το αυταρχικό σύστημα. Όταν η ερωτική επιθυμία εμποδίζεται από τη γενετήσια απώθηση και δεν μπορεί να βρει τη φυσιολογική της πλήρωση, τότε καταφεύγει σε κάθε λογής υποκατάστατα».
Δεν έχει τόση σημασία για την παρούσα μελέτη μας αν για το Ράιχ η γενετήσια/σεξουαλική ενόρμηση βρίσκεται στον πυρήνα των πάντων. Εκείνο που έχει σημασία είναι πως η απαγόρευση (οποιαδήποτε απαγόρευση, όχι απαραίτητα σεξουαλικής φύσης) καταλήγει να εσωτερικεύεται, διαμορφώνοντας ανάλογα τον ψυχικό κόσμο του ενήλικα. Η επιθυμία είναι βλαβερή. Εκείνοι που σου λένε «όχι» ξέρουν καλύτερα από σένα τι είναι καλό για σένα. Το παιδί μεγαλώνει εσωτερικεύοντας τα αδιάκοπα «όχι» των γονέων (και έπειτα του σχολείου και του κοινωνικού περίγυρου), χωρίς ωστόσο να μπορεί να αναπτύξει μια κριτική διάθεση απέναντι στις απαγορεύσεις αυτές. Να κατανοήσει για ποιον λόγο κάποια πράγματα επιτρέπονται και κάποια άλλα όχι, μέσα από το διάλογο. Μα χωρίς διάλογο, χωρίς επικοινωνία, τα «όχι» καταλήγουν να γίνονται αντιληπτά όχι ως έλλογες απαγορεύσεις, μα ως αδιαμφισβήτητοι Νόμοι, προερχόμενοι από κάποια «ανώτερη πηγή εξουσίας». Το παιδί εσωτερικεύει τις απαγορεύσεις, όχι επειδή γνωρίζει το περιεχόμενό τους, μα επειδή τις απαίτησαν οι γονείς του – των οποίων ο λόγος είναι «ιερός». Αντίστοιχα με τον θρησκευτικό λόγο, που δεν επιδέχεται την παραμικρή αμφισβήτηση. Ο γονέας μετατρέπεται σε Θεό, ο λόγος του σε Δέκα Εντολές.
Αυτός είναι ο πυρήνας της διαμόρφωσης του Αυταρχικού Ανθρώπου. Και ο αυταρχικός άνθρωπος βρίσκεται στη ρίζα όχι μόνο του φασισμού – μα κάθε καταπιεστικής κοινωνίας από καταβολής ύπαρξης.
Ο Ηγέτης και η Πατρική Φιγούρα
Πουθενά αλλού δε φανερώνεται τόσο καθαρά η λειτουργία της αυταρχικής οικογένειας, όσο στη μορφή του «Ηγέτη» που εξυμνούν οι φασισμοί απανταχού της Οικουμένης.
«Σε συζητήσεις με οπαδούς του εθνικοσοσιαλισμού, όταν γινόταν λόγος για το ανεφάρμοστο του τόσο αντιφατικού προγράμματος του κόμματος, άκουγε κανείς συχνά την απάντηση: “Ο Χίτλερ τα ξέρει όλ’ αυτά καλύτερα απ’ τον καθένα», «Ο Χίτλερ θα τα καταφέρει οπωσδήποτε». Εδώ εκφράζεται καθαρά η παιδική ανάγκη καταφυγής στην προστασία του πατέρα».
Ο «Μεγάλος Αρχηγός» του Φασισμού δρα ως υποκατάστατο της αυταρχικής πατρικής εξουσίας, ο λόγος του ως εσωτερίκευση των πατρικών απαγορεύσεων. Μα δεν αναφερόμαστε σε κάθε μορφή απαγόρευσης, μα στην ειδική μορφή της αυταρχικής απαγόρευσης που περιγράψαμε – εκείνη που επιβάλλεται στο παιδί ως «Νόμος», χωρίς έλλογη εξέταση του περιεχομένου της. Απαγορεύεται να φας από το Μήλο της Εδέμ επειδή στο λέω ΕΓΩ – όχι επειδή μπορεί να σε βλάψει, ή να σου στερήσει κάποια άλλη χαρά. Νόμος χωρίς κατανόηση, υπακοή δίχως επιχειρηματολογία. «Ξέρει ο Χίτλερ» - «Ξέρει ο Μπαμπάς». Μα εσύ, ανθρωπάκο, δε χρειάζεται να ξέρεις οτιδήποτε. Άφησε λοιπόν τον «μπαμπάκα» να αναλάβει για σένα και εσύ απλά υπάκουσε.
Η Ταύτιση με το «Μπαμπά-Έθνος»
«Ο εθνικός ηγέτης είναι για την ομαδική ψυχολογία η ενσάρκωση του έθνους. Μόνο όταν ο ηγέτης ενσαρκώνει πράγματι το έθνος μέσα στο εθνικό αίσθημα των μαζών γεννιέται και μια προσωπική σύνδεση μαζί του. Μόνο εφόσον ξέρει την τέχνη να ξυπνήσει μέσα στο αγελαίο άτομο την οικογενειακή συναισθηματική προσήλωση, μετουσιώνεται και ο ίδιος σε αυταρχική πατρική μορφή».
Το έθνος, στα μάτια του φασίστα, μετατρέπεται σε μια τεράστια οικογένεια. Ο ίδιος φυσικά δεν είναι παρά το υπάκουο παιδί. Όπως έχουν φανερώσει οι έρευνες της Κοινωνικής Ψυχολογίας σχετικά με το θέμα των Κοινωνικών Ταυτοτήτων, οι άνθρωποι έχουν την τάση να ομογενοποιούν τα άτομα που ανήκουν στην ίδια κοινωνική κατηγορία (μια ομάδα, ένα έθνος, μια φυλή) με τους ίδιους και να υπερτονίζουν τις διαφορές τους με τα άτομα διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών – που φαίνονται «όλοι ίδιοι» στα μάτια τους. Έτσι και εμείς, οι ανήκοντες στο συγκεκριμένο αυτό έθνος, «ξεχωρίζουμε» από όλους εκείνους που ανήκουν σε διαφορετικά έθνη από μας, οι οποίοι, με τη σειρά τους, έχουν πάντα συγκεκριμένα και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Είμαστε «ανώτεροι τους», απλά και μόνο γιατί έτυχε να γεννηθούμε σε αυτόν εδώ τον τόπο. Λες και η ιδιότητα του έθνους (μια κοινωνική κατηγορία που υφίσταται, ουσιαστικά, από τον 18ο και τον 19ο αιώνα, δηλαδή ένα απειροελάχιστο χρονικό διάστημα στη διάρκεια της συνολικής ανθρώπινης ιστορίας) εγγράφεται, κατά έναν μαγικό τρόπο, στο ανθρώπινο DNA – όπως εκείνη της οικογένειας.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε εδώ πως ο όρος “Nazism” παραπέμπει στην ακουστική σύντμηση της λέξης “Nationalism”, δηλαδή της λέξης «Εθνικισμός», όπως προφέρεται στα γερμανικά: Νάτσιοναλισμ > Νάτσισμ. Αυτό για τους έξυπνους που διακηρύσσουν πως «εμείς δεν είμαστε ναζί, είμαστε εθνικιστές» - μπας και παραπλανήσουν κανέναν αφελή. Μεταξύ μας, το κατάφεραν με αρκετό κόσμο – κάτι που δεν θα έπρεπε πλέον να μας κάνει καμία εντύπωση, μετά από την ανάλυση αυτή. Μα ας συνεχίσουμε στο θέμα μας.
«Ακόμα πιο ουσιαστική όμως είναι η ταύτιση του αγελαίου ατόμου με τον “ηγέτη”. Όσο πιο αβέλτερο και άπραγο έχει καταντήσει το αγελαίο άτομο εξαιτίας της ανατροφής του, τόσο πιο έντονα εκδηλώνεται η ταύτιση με τον ηγέτη, τόσο περισσότερο μεταμφιέζεται η παιδική ανάγκη καταφυγής στο γονιό και παίρνει τη μορφή του “αισθάνομαι ένα με τον ηγέτη”. Αυτή η ταυτιστική ροπή είναι η ψυχολογική βάση του εθνικού ναρκισσισμού, δηλαδή της αυτοπεποίθησης που πηγάζει από το “μεγαλείο του έθνους”.
Ο ψυχολογικός μηχανισμός της Ταύτισης βρίσκεται στον πυρήνα κάθε εθνικιστικού παραληρήματος μεγαλείου, κάθε πολεμικής προπαγάνδας, κάθε απόπειρας του μικροσκοπικού ανθρώπου να αισθανθεί «μεγάλος» απλά και μόνο επειδή είναι μέρος ενός «μεγάλου έθνους», ή μιας «ένδοξης ομάδας». Μόνοι μας είμαστε ένα Τίποτα. Μα εντός της Ομάδας, του Έθνους, της Φυλής, της Ιστορίας… είμαστε σπουδαίοι.
«Η κοινωνική συνείδηση του υπαλλήλου δε χαρακτηρίζεται από το αίσθημα της κοινής μοίρας με τους συναδέλφους του, αλλά από τη στάση του απέναντι στο κράτος και στο “έθνος”. Η στάση του αυτή συνίσταται στην απόλυτη ταύτιση με την κρατική εξουσία. (…) Η ταύτιση με την εξουσία, το κράτος, την επιχείρηση, το έθνος, κλπ, που σημαίνει συνοπτικά: “Εγώ είμαι η εξουσία!” είναι ένα ψυχικό γεγονός που μας δείχνει παραδειγματικά πως μεταβάλλεται μια ιδεολογία σε υλική δύναμη».
Δε χρειάζεται να πάμε μακριά. Αρκεί να σκεφτούμε τις συμπεριφορές των φανατισμένων οπαδών με τις αθλητικές ομάδες. Την ευτυχία που αισθάνονται αν κερδίσει η «ομάδα τους», την αποστροφή που νιώθουν για τους αντιπάλους.
Αντίστοιχα στο Φασισμό είναι το «ένδοξο Έθνος» και ο «Μεγάλος Ηγέτης» εκείνα που σκορπίζουν ρίγη ενθουσιασμού στις άβουλες, ταυτιζόμενες μαζί τους, μάζες. Μπορεί να είσαι ένας ταπεινός ανθρωπάκος στην καθημερινότητά σου, ένας καημένος που σε δέρνει η γυναίκα σου, που αγωνίζεσαι να επιβάλλεις πειθαρχία στα παιδιά σου, που σε ποδοπατούν στην εργασία σου, που αισθάνεσαι απειλή από τους ξένους γείτονές σου… Μα, δες, είσαι και συ μέρος αυτού του «ένδοξου έθνους»! Κοίτα, ο Ηγέτης μιλάει εξ’ ονόματός σου, είναι η δική σου φωνή εκείνη που βγαίνει από το στόμα του!
«Κάθε εθνικοσοσιαλιστής, παρ’ όλη την εξάρτησή του, ένιωθε τον εαυτό του σαν ένα “μικρό Χίτλερ”».
Κατ’ ανάλογο τρόπο, το μικρό παιδί που εσωτερικεύει τις απαγορεύσεις του αυταρχικού πατέρα λέει μέσα του: «όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω όπως ο μπαμπάς».
Η Μαμά-Πατρίδα και η Γυναίκα-Πόρνη
«Το φράξιμο του δρόμου προς τη γενετήσια λειτουργία μετασχηματίζει την αρχική πηγαία βιολογική σχέση του παιδιού με τη μητέρα και της μητέρας με τα παιδιά της σε αδιάλυτη ερωτική προσήλωση και αδυναμία καλλιέργειας άλλων δεσμών. Μέσα στον πυρήνα της οικογενειακής προσήλωσης ενεργεί η προσήλωση στη μητέρα. Οι παραστατικές έννοιες “πατρίδα” και “έθνος” είναι στον υποκειμενικό θυμικό πυρήνα τους εικόνες της μητέρας και της οικογένειας».
Μιλώντας με φροϋδικούς όρους, η προσήλωση στη «Μητέρα-Πατρίδα» συνιστά αδυναμία εκπλήρωσης της ομαλής γενετήσιας λειτουργίας και καθήλωση στο προγενετήσιο στάδιο του Οιδιποδείου Συμπλέγματος. Μα το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα, σύμφωνα με το Ράιχ και αντίθετα από τον Φρόυντ, δεν αποτελεί την αιτία αλλά το αποτέλεσμα του κοινωνικού περιορισμού της φυσιολογικής ερωτικής ορμής. Δεν είναι τα συμπλέγματα που δημιουργούν την καταπίεση, μα η καταπιεστική κοινωνία που δημιουργεί τα συμπλέγματα.
Σύμφωνα με το φασιστικό φαντασιακό, δεν είναι η Γη εκείνη που παρομοιάζεται με τη Μητέρα, μα η Πατρίδα. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι παιδιά της ίδιας Μάνας, μα αποκλειστικά οι άνθρωποι που ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο έθνος ή φυλή.
Ποιος είναι ο ρόλος της «μητέρας» αυτής; Μα να αναπαράγει, να γεννάει «υγιή παιδιά, άξιους εκπροσώπους της φυλής». Αυτός, συνοπτικά, είναι και ο ρόλος της ίδιας της γυναίκας. Ο έρωτας υφίσταται μόνο για την αξία του ως αναπαραγωγικό εργαλείο – η σεξουαλικότητα στο μεταξύ απεμπολείται, τοποθετείται στο περιθώριο. Η άξια γυναίκα οφείλει να φέρνει στον κόσμο υγιή παιδιά. Η ελεύθερη σεξουαλικότητα, η σεξουαλικότητα δίχως αναπαραγωγική λειτουργία, αφορά τις πόρνες. Σύμφωνα με την άποψη του Ράιχ, η απομάκρυνση αυτή του έρωτα και της φυσιολογικής σεξουαλικής λειτουργίας και η τοποθέτηση της εντός καλά ορισμένων πλαισίων (εκείνων της «αναπαραγωγής του είδους»), ταυτίζεται με την ηθική της αυταρχικής οικογένειας, ήδη από τους πρώτους πατριαρχικούς πολιτισμούς.
«Η καταπίεση του αφροδισιασμού έγινε ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις. (…) Ο ισόβιος μονογαμικός δεσμός έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος της πατριαρχίας, και εξακολουθεί να είναι ως τα σήμερα (…) Από τη μητριαρχία στη στρέβλωση του πατριαρχικού πολιτισμού και την απεμπόληση του έρωτα, την ενσωμάτωσή του στα πλαίσια της στενής οικογενειακής ηθικής. Εν τέλει η ηθική αυτή γίνεται ηθική των μικροαστών. Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Η σεξουαλικότητα χάνει τη δύναμη ελευθερίας που την χαρακτηρίζει. Σημασία έχει η οικογένεια, όχι ο έρωτας. Ο ρόλος της γυναίκας κόβεται στα δύο.
«Ένα από τα στηρίγματα της αυταρχικής οικογένειας είναι η ιδεολογία της “ευλογημένης, πολύτεκνης οικογένειας”, όχι μόνο επειδή εξυπηρετεί τα συμφέροντα του πολεμόχαρου αυτοκρατορισμού, αλλά κυρίως για έναν άλλο, ουσιαστικότερο λόγο: για να επισκιάσει την αφροδισιακή λειτουργία της γυναίκας για χάρη του αναπαραγωγικού της ρόλου». Έτσι η γυναίκα διαχωρίζεται σε «αγνή» και «πόρνη».
Όσο αφορά τον χαρακτηριστικό εκείνο φασιστικό μυστικισμό, τις τελετουργίες, τα ιερά, τον ρόλο των συμβόλων, τη σχέση του φασισμού με τη θρησκεία;
«Ο φασιστικός μυστικισμός είναι ένας διάστροφος πόθος οργασμού, επειδή ακριβώς έχει στραβώσει και αναχαιτιστεί η έμφυτη ερωτική ορμή (…) Ο φασισμός, μας λένε, είναι τάχα επιστροφή στην ειδωλολατρεία και θανάσιμος εχθρός της θρησκείας. Κάθε άλλο! Αντίθετα μάλιστα, ο φασισμός είναι η ακραία έκφραση του θρησκευτικού μυστικισμού. (…) Ο φασισμός μετατρέπει το μαζοχιστικό χαρακτήρα της παλιάς πατριαρχικής θρησκείας των Παθών σε σαδιστική θρησκεία».
Δυστυχώς υπάρχουν γυναίκες οπαδοί του φασισμού. Υποθέτω τις εξάπτει το «αντιδραστικό», ψευτοεπαναστατικό, τσαμπουκαλεμένο υφάκι του. Ποιος ξέρει – ίσως να τις ελκύουν οι ένστολοι τραμπούκοι. Αν ήξεραν οι γυναίκες αυτές πόσο τις υποβαθμίζει η ιδεολογία του φασισμού… Όπως σημειώνει ο Ράιχ:
«Μια γυναίκα με συνείδηση του φύλου της και της ερωτικής επιθυμίας της, δε θα δεχόταν ποτέ ν’ ακολουθήσει τ’ αντιδραστικά συνθήματα που αποσκοπούν την υποδούλωσή της».
Φασισμός και Οικονομική Κρίση
Πως συνδυάζονται όσα περιγράψαμε με κοινωνικά φαινόμενα όπως η οικονομική κρίση, η παγκοσμιοποίηση, η ανεργία, το χρέος και η κρίση της πολιτικής; Πολύ απλά, τα κοινωνικά αυτά φαινόμενα είναι εκείνα που παρέχουν το πλαίσιο για την ανάδειξη του φασισμού, τότε και τώρα. Δε θα υπήρχε φασισμός αν δεν υπήρχε κρίση, αν απουσίαζε το άγχος της καθημερινής επιβίωσης, αν οι συνθήκες εργασίας ήταν καλύτερες, αν οι άνθρωποι ζούσαν μια περισσότερο αξιοπρεπή ζωή.
Ούτως ή άλλως, η χρήση του όρου "εθνικοσοσιαλισμός" (Nationalsozialismus) με τον οποίο περιέγραφε την πολιτική φιλοσοφία του ο Χίτλερ, ο ετυμολογικός συνδυασμός του "εθνικισμού" με τον "σοσιαλισμό", παραπέμπει σε αυτό ακριβώς το μαζικό φαινόμενο του φασισμού: δεν πρόκειται απλά για μια δικτατορία ή μια αυταρχική επιβολή, μα ένα καθεστώς που απευθύνεται στις μάζες - εξ' ού και η "επαναστατική" ρητορεία του, εξ' ού και η σύνδεσή του με τις συνθήκες της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.
Μα από μόνες τους οι «αντικειμενικές» κοινωνικές συνθήκες δεν εξηγούν την ανάδειξη του φασισμού. Εκείνος ξεπροβάλλει μόνο αν οι άνθρωποι είναι έτοιμοι να τον υποδεχτούν – αν οι χαρακτηρολογικές δομές τους είναι τέτοιες, που υποθάλπουν μέσα τους το αυγό του φασισμού. Κανείς δεν αντιμετωπίζει μια δυσκολία με τον ίδιο τρόπο. Κάποιος που έχει μεγαλώσει σεβόμενος την ελευθερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σε ένα οικογενειακό και κοινωνικό πλαίσιο που καλλιεργεί την έρευνα και το διάλογο, πέρα από την καταπίεση και τον αυταρχισμό, θα αντιδράσει πολύ διαφορετικά στην κρίση, συγκριτικά με εκείνον που μεγάλωσε σε ένα αυταρχικό περιβάλλον, μαθαίνοντας να χωρίζει τον κόσμο σε «καλούς» και σε «κακούς», σε «δικούς μας» και «ξένους», υπακούοντας τυφλά σε εξουσιαστικές φιγούρες, πρόθυμος να παραδώσει την ελευθερία του στα χέρια τους – γιατί «εκείνοι ξέρουν».
Το πρόβλημα εδράζεται στην ίδια την κοινωνία που την υποθάλπει. Στον κάθε καταπιεσμένο ανθρωπάκο της διπλανής πόρτας. Και εν συνεχεία έρχονται οι πολιτικοί χειρισμοί, η οικονομική κρίση και τα ΜΜΕ και γιγαντώνουν το φαινόμενο, συντείνοντας στην εξάπλωσή του. Και αυτό το γνώριζε καλά ο Ράιχ, όταν έγραφε:
«Η φασιστική νοοτροπία είναι η νοοτροπία του μικρού, εξανδραποδισμένου, φίλαρχου και συνάμα αντάρτικου “ανθρωπάριου”».
Καταλαβαίνω, «Πατριώτη», όπως αυτοαποκαλείσαι. Καταλαβαίνω γιατί ξεχειλίζεις τόσο με οργή – γιατί φουσκώνεις τόσο με «υπερηφάνεια». Έχεις ριχτεί σε μια εποχή που τα έθνη ολοένα αποδυναμώνονται μπρος στους γίγαντες της Οικονομίας και της Παγκοσμιοποίησης. Τα όρια που ίσχυαν άλλοτε χάνουν πια τη σημασία τους. Η οικονομική κρίση σε κάνει και αισθάνεσαι μικρός, ανίσχυρος. Οι πολιτικοί σου σε αηδιάζουν. Αποζητάς φταίχτες, υπαίτιους. Προσπαθείς απεγνωσμένα να αντλήσεις μια κάποια αίσθηση αξίας για τον εαυτό σου – να πάψεις να αισθάνεσαι ένας κόκκος στην άμμο.
Στην κοινωνία που αδιαφορεί, λύση είναι η κοινωνία που συμμετέχει. Στο έλλειμμα δημοκρατίας μας σωστή αντίδραση δεν είναι η κατάλυση, μα η ενίσχυσή της. Ναι, γκρινιάρη, ανεύθυνε, αντιδραστικέ μου άνθρωπε : η δημοκρατία που έχουμε είναι πολύ λίγο δημοκρατία στην πράξη. Μα διαθέτεις ένα λόγο, μια κάποια δυνατότητα συμμετοχής και επιλογής – ακόμα! Πες μου, τι θα γίνει αν κάθε λόγος σου καταλυθεί; Κάθε δυνατότητα επιλογής – έστω αυτή η ταπεινή διαδικασία της ψήφου – αντικατασταθεί από μια συνεχή δικτατορία; Αυτή είναι η ενδεδειγμένη λύση για σένα;
Θέλουμε περισσότερη δημοκρατία – όχι λιγότερη! Περισσότερη συμμετοχή – όχι να αποφασίζουν άλλοι για μας, στο όνομά μας! Καθαρότερη πολιτική – όχι καθόλου πολιτική! Δε θέλουμε ηγέτες και αρχηγούς! Δεν είμαστε πιόνια στη σκακιέρα, γρανάζια στη μεγάλη μηχανή, ούτε στρατιωτάκια στη γραμμή! Θέλουμε ν’ αποφασίσουμε οι ίδιοι!
Τα μικρά παιδιά βάζουν άλλους να επιλέγουν και να αποφασίζουν γι’ αυτά. Οι ενήλικες έχουν τη δική τους φωνή, τη δική τους γνώμη, κάνουν τις δικές τους επιλογές. Και δεν ανέχονται κανένας άλλος να τους αντιπροσωπεύει, ούτε να μιλάει για αυτούς, χωρίς αυτούς.
Δεν έχουμε ανάγκη τη «Μαμά-Έθνος», ούτε τον «Πατέρα-Αρχηγό». Ας αφήσουμε τις μαμάδες και τους μπαμπάδες για τα παιδάκια. Είμαστε ενήλικες πια. Θέλουμε να ζήσουμε υπεύθυνοι για τις επιλογές μας.
Και κάνε μου τη χάρη επιτέλους – κοίτα λίγο τον εαυτό σου και άσε πια τους «άλλους». Τους ξένους, τους διαφορετικούς, εκείνους που φτάνεις να μισείς. Εκείνους που τόσο έχεις ανάγκη για να αντλήσεις μια κάποια αίσθηση αξίας για τον εαυτό σου. Είσαι σαν εκείνη τη γυναίκα που βαδίζει πάντα στο δρόμο με δυο άσχημες φίλες της – απλά και μόνο γιατί έχει ανάγκη να νιώθει η ίδια όμορφη.
Νιώθεις όμορφος και δυνατός απλά και μόνο γιατί βλέπεις τόση ασχήμια γύρω σου – πέρα και έξω από σένα. Είσαι όμορφος, επειδή οι άλλοι είναι άσχημοι – αυτό βλέπεις, γιατί αυτό επιθυμείς να δεις. Μα να ξέρεις,… Ο αληθινά όμορφος άνθρωπος, ο αληθινά δυνατός άνθρωπος… αντλεί την αίσθηση αυτή της δύναμης από τον εαυτό του και μόνο. Από τη συμπεριφορά του, από την εργασία του, από την καθημερινότητά του, από τη στάση του απέναντι στους άλλους… δεν έχει ανάγκη να εντοπίζει συνεχώς βρωμιά τριγύρω, για να νιώθει ο ίδιος καθαρός. Ούτε αισθάνεται την ανάγκη να αντλεί δύναμη και κύρος από την ένταξή του σε μια κοινωνική κατηγορία – ένα «έθνος», μια «ισχυρή ομάδα», μια «φυλή», μια «τάξη», ένα «επάγγελμα», ένα «φύλο»… οτιδήποτε.
Είναι απλά ο εαυτός του. Και αυτό είναι αρκετό.
Άκου, Ανθρωπάκο
Κλείνω με ορισμένα εκτενή αποσπάσματα από το «Άκου Ανθρωπάκο». Με την ελπίδα τα ανθρωπάκια να υποχωρήσουν… και να πάρουν τη θέση τους οι άνθρωποι.
«Εδώ και μερικές δεκαετίες έχεις αρχίσει και παίζεις καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη γη. Το μέλλον της ανθρωπότητας βασίζεται στις σκέψεις σου και στις πράξεις σου. Αλλά οι δάσκαλοι και οι εξουσιαστές σου δεν σου αποκαλύπτουν ποτέ ποιος είσαι και πως σκέφτεσαι· κανείς δεν τολμά να εκστομίσει τη μόνη κριτική που θα σε καταστήσει ικανό να πάρεις τη μοίρα σου στα χέρια σου. Είσαι «ελεύθερος» μονάχα υπό μία έννοια: ελεύθερος από την αυτοκριτική που θα μπορούσε να σε βοηθήσει να γίνεις κύριος του εαυτού σου. (…)
Αφήνεις τους ισχυρούς να κατακτούν την εξουσία «στο όνομα και για λογαριασμό του Ανθρωπάκου». Εσύ ο ίδιος όμως παραμένεις σιωπηλός. Παραχωρείς στους ισχυρούς ή σε ανίκανους ανθρώπους με δόλιες προθέσεις το δικαίωμα να σε εκπροσωπούν. Είναι πολύ αργά όμως όταν συνειδητοποιείς ότι σε έχουν εξαπατήσει ξανά και ξανά. (…)
Βλέπω την απορία στο ταραγμένο σου βλέμμα. Ακούω την ερώτηση να βγαίνει από το θρασύ σου στόμα, Ανθρωπάκο. Φοβάσαι να αντικρίσεις τον εαυτό σου, φοβάσαι την κριτική, Ανθρωπάκο, όπως φοβάσαι και την εξουσία που σου υπόσχονται. Δεν θα ήξερες πώς να διαχειριστείς αυτή τη δύναμη. Δεν τολμάς καν να σκεφτείς ότι θα μπορούσες να νιώσεις τον εαυτό σου διαφορετικά: ελεύθερο, αντί για υποταγμένο· ανοιχτό, αντί για κρυψίνου· ελεύθερο να αγαπήσει πραγματικά, όχι σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα. (…)
Διαφέρεις μόνο σε ένα σημείο από τον πραγματικά σπουδαίο άνθρωπο: Ο σπουδαίος άνθρωπος υπήρξε κι αυτός κάποτε ένας πολύ μικρός Ανθρωπάκος, ανέπτυξε όμως μια πολύ σημαντική ιδιότητα: Αναγνώρισε τη μικρότητα και τη στενότητα των σκέψεων και των πράξεών του (…) Με άλλα λόγια, ο μεγάλος άνθρωπος ξέρει πότε και με ποιον τρόπο είναι μικρός. Ο Ανθρωπάκος δεν γνωρίζει ότι είναι μικρός και φοβάται να το μάθει. Συγκαλύπτει τη μικρότητα και τη στενομυαλιά του με ψευδαισθήσεις ισχύος και μεγαλείου, την ισχύ και το μεγαλείο άλλων. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, αλλά όχι για τον εαυτό του. Θαυμάζει τις σκέψεις των άλλων, αλλά όχι τις δικές του. Όσο λιγότερο καταλαβαίνει κάτι, τόσο περισσότερο το πιστεύει. (…)
Όσο πιο λίγα αντιλαμβάνεσαι, Ανθρωπάκο, τόσο πιο πρόθυμος είσαι να δείξεις σεβασμό. Γνωρίζεις τον Χίτλερ καλύτερα από το Νίτσε, τον Ναπολέοντα καλύτερα από τον Πεσταλότσι. Ένας βασιλιάς σημαίνει περισσότερα για σένα απ’ ότι ο Σίγκμουντ Φρόυντ. (…)
Σου λέω, Ανθρωπάκο: Έχεις χάσει την αίσθηση για ό,τι καλύτερο υπάρχει μέσα σου. Το κατέπνιξες και το εξολοθρεύεις όποτε το εντοπίζεις στους άλλους, στα παιδιά σου, στον άντρα σου, στη γυναίκα σου, στον πατέρα σου και στη μάνα σου. Είσαι μικρός και θες να παραμείνεις μικρός. (…) Ικετεύεις για ευτυχία στη ζωή, αλλά η ασφάλεια είναι πιο σημαντική για σένα, ακόμα και αν σου κοστίσει τη ραχοκοκαλιά σου ή τη ζωή σου (…)
“Σταματήστε τον κλέφτη! Είναι αλλοδαπός, είναι μετανάστης. Αλλά εγώ είμαι Γερμανός, Αμερικάνος, Δανός, Νορβηγός, (Έλληνας)!”. Σταμάτα πια, Ανθρωπάκο! Είσαι και θα παραμείνεις ο αιώνιος εκτοπισμένος και μετανάστης. Ήρθες στον κόσμο εντελώς κατά τύχη και θα τον εγκαταλείψεις απαρατήρητος. Φωνάζεις επειδή φοβάσαι. (…) Αισθάνεσαι λιγότερο την ασημαντότητά σου όταν αποκαλείς κάποιον «Εβραίο» αλαζονικά ή περιφρονητικά. (…)
Αυτός είσαι, Ανθρωπάκο. Είσαι καλός για να καταβροχθίζεις και να καταπίνεις, αλλά δεν μπορείς να δημιουργήσεις. Γι’ αυτό είσαι αυτό που είσαι, χαραμίζοντας τη ζωή σου σε κάποιο βαρετό γραφείο, ή σε κάποιο σχεδιαστήριο, ή στα δεσμά του γάμου, ή σαν δάσκαλος που μισεί τα παιδιά. Δεν έχεις καμία εξέλιξη και καμία δυνατότητα για καινούργιες σκέψεις, γιατί πάντα έπινες, πάντα κατάπινες αμάσητο ό,τι σου έφερνε κάποιος άλλος σερβιρισμένο στο πιάτο. (…) Είσαι απλά ένας φτωχός φουκαράς που δεν έχει δική του άποψη· και ποιος είσαι, στο κάτω κάτω, για να ασχοληθείς με την πολιτική; Ξέρω, τα έχω ακούσει πάρα πολλές φορές. Αλλά σε ρωτάω: γιατί δεν κάνεις το καθήκον σου όταν κάποιος σου λέει ότι είσαι υπεύθυνος για τη δουλειά σου, ή όταν σου λέει να μη δέρνεις τα παιδιά σου, ή να μην ακολουθείς τους δικτάτορες; Που είναι τότε το καθήκον σου, η αθώα υπακοή σου; Όχι, Ανθρωπάκο, δεν ακούς όταν μιλάει η αλήθεια, ακούς μόνο όταν γίνεται φασαρία. Και τότε φωνάζεις: “Ζήτω!” (…)
Κι όμως, Ανθρωπάκο. Είσαι ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ όταν δεν είσαι μικρός.
Είσαι σπουδαίος όταν εξασκείς το επάγγελμά σου με φροντίδα, όταν χαίρεσαι ν’ ασχολείσαι με τη χαρακτική, το χτίσιμο, τη ζωγραφική, τη διακόσμηση και το ράψιμο, όταν απολαμβάνεις τον γαλανό ουρανό και τα ελάφια και τη δροσιά, τη μουσική και τον χορό, το μεγάλωμα των παιδιών σου και το όμορφο κορμί του άντρα σου ή της γυναίκας σου, όταν επισκέπτεσαι το πλανητάριο για να μάθεις να κατανοείς το σύμπαν, όταν πηγαίνεις στη βιβλιοθήκη για να διαβάσεις άλλων αντρών και γυναικών για τη ζωή. Είσαι σπουδαίος όταν κρατάς το εγγόνι σου στα γόνατά σου και του μιλάς για περασμένες εποχές, όταν ατενίζεις ένα αβέβαιο μέλλον με παιδική περιέργεια. Είσαι σπουδαία, ως μητέρα, όταν νανουρίζεις το νεογέννητό σου με δάκρυα στα μάτια και ελπίζεις με όλη σου την καρδιά ότι θα έχει ευτυχισμένο μέλλον, όταν κάθε ώρα στο πέρασμα των χρόνων οικοδομείς αυτό το μέλλον στην ψυχή του ...
Η σπουδαιότητά σου, Ανθρωπάκο, είναι η
μοναδική ελπίδα που έχει απομείνει.»
No comments:
Post a Comment